Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

Τα εκατό λόγια της αγάπης (Μεσαιωνικό κυπριακό δημοτικό τραγούδι)

 Αφού εκτίστην κιβωτό τζι εστερεώθην κόσμος, κτίστηκεν Αγιά Σοφιά της Κύπρου το ρηγάτον, κτίστηκεν τζι Αμμόχωστο με το κωνσταντινάτον, μαρκελλώθην τζι η θάλλασα γύρου τριγύρου άμμοι,

Ο παίδκιος κόρην αγαπά τζιαί τζείνη εν το ξέρει εξώδεψεν στην πόρταν της εννιά πύρκους λουβάριν, τζι ακόμα που το στόμαν της λόον εν μπόρισεν να βκάλη. Επήεν εις τη μάναν του, ευτζήν να του χαρίση

που τ’ άκουσεν η μάνα του, αρκώθην τζι εθυμώθην:

Γυιέ μου, τα βασιλόπουλλα ποττέ εν αγαπούσιν, μόνον σαϊτταν τζι άρματα παίρουν τζιαί πολεμούσιν. Κρυφά πουλεί τες χώρες του τζι ούλλον καρτσά τα κάμνει, εις το στενόν της λυερής πάει τζιαί δκιαλαλέται:

Πκιός πκιάννει τέδκοιον μισταρκόν, πκιός πκιάννει τέδκοιον δούλον, να καταλύη τα νιότα του, να τρω’ που τα φλουρκά του, να λειώννη τζιαί τα ρούχα του, τζιαί να δουλεύκη ξένα; Που τ’ άκουσεν η λυερή, βκαίννει `ς στο παναθύριν, επολοήθην τζι είπεν του με τα γλυτσιά της σσιείλη: 

Πκιάννω τζι εγιώ’ τσι μισταρκόν, πκιάννω τζι εγιώ’ τσι δούλον,

να καταλύη τα νιότα του, να τρω’ που τα γρουσά του,

να λειώννη τζιαί τα ρούχα του, τζιαί να δουλεύκη ξένα.

Κάμνει τρεις γρόνους ταβλατζής, τζιαί πέντε ζευκαλάτης,

Τζι ακόμα’ που το στόμαν της λόον εν μπόρισεν ν’ ακούσει

έμαθεν γλώσσες των πουλιών τζιαί των φιδκιών τες γνώσεις.

Μιαν αγιάν Κυριακήν, μιαν άγιαν ημέραν

ηθέλησεν η λυερή να πα’ ς στην εκκλησίαν

εμπέην έσσω τζι έβαλεν ρούχα της φορεσσιάς της,

με μακριά, μήτε κοντά, ίσσια της ελιτζιάς της

που κάτω έβαλεν γρουσά, που πάνω γρυσταλλένα

τέλεια π’ αππέξω έβαλεν γρουσά μαλαματένα,

καζακκόν ολόχρουσον φορεί, τζι εσσιέπασεν τα τέλεια.

Βάλλει βάγες π’ ομπρός τζιαί βάγες που τα πίσω,

τζιαί βάγες εις τα δκυο πλευρά να μεν την αγρωνίσουν.

Εγύρισεν η λυερή να πα `ς την εκκλησίαν,

τζι ο παίδκιος που την αγαπά, τζιαί τρέσσιει ταπισόν της,

αγνάριν του τζι αγνάριν της, παδκιάν του τζιαί παδκιάν της,

αρτίρισεν τ’ αγνάριν της, έμπην ΄ς την εκκλησίαν και κάμνει τρεις μετάνοιες με την ποδιξιωσύνην, τζι έσυρεν τζι εκουμπίστικεν με την εμπιστοσύνην. Θέλεις εν θέλημαν θεού, θέλεις εν που κανέναν, ξηκουτσακώθην κουτσακάς τζι εφάνην το βυζίν της. Παπάς το είδεν τζι έλαβεν, δκιάκος τζι εποκουππίστην, τζιαί τα μιτσσιά δκιακόπουλλα εχάσαν τα χαρτιά τους, ως τζιαί ο γεροπίσκοπος πάει ομπρός τζιαί πίσω. Η κόρη που’ τουν βρένιμη, βρένιμα πολοήθην:

Ψάλλε, παπά σγοιάν έψαλλες, τζιαί δκιάκο σγοιάν ελάλες, τζι εσείς μιτσοδκιακόπουλλα, εύρετε το ψαλτήριν, τζι εσ’ άγιε γεροπίσκοπε, στάθου εις το θρονίν σου, τα κάλλη θκιός μου τα’ δωκεν τζιαί τα κανάτζια μάνα, τζιαί τα νιψοχολιάσματα τα σσιέρκα μου τα κάμαν, τζιαί τα νερα'ς την πόρταν μου, τζι εγίνικ’ ανεράδα.

τζι ο παίδκιος, που την αγαπά, οπμρός της γονατίζει.

Κόρη για δος μου το φιλίν, κόρη για δος μου πόθους. Που τ’ άκουσεν η λυερή, αρκώθην τζιαί εθυμώθην:

Άδε τον γυιόν της άνομης, άδε τον γυιόν της κούρβας, ως τζι εις το σπίτιν του Θεού φιλίν ήρτεν να πάρη! Άϊτες, βάγες μ’ άϊτε'ς τον πύρκον μας να πάμεν, τζι έννεν θελιμάν Θεού αντίερον να φάμεν.

Εγύρισεν η λυερή τζιαί πάει ΄ς τον οδόν της,

τζι ο παίδκιος, που την αγαπά, τζιαί τρέσσιει ταπισόν της, εφτά σοκκάτζια τσάκκισεν, όσον να της ημπλάση, βκάλλει τζιαί το φεσάτζιν του, τζι ομπρός της γονατίζει:

Κόρη για δος μου το φιλίν, κόρη για δος μου πόθους, κορή γένου αρχάγγελος, τζι έλα παρ’ την ψυσσιήν μου.

Πώς να σου δώκω το φιλίν, πώς να σου δώκω πόθους, πώς να γενώ αρχάγγελος, να πάρω την ψυσσιήν σου,

τζι εγιώ ψυσσιήν πάνω μου βαστώ, ωσγοιάν τζιαί την δικήν σου! Είσαι μιτσίν τζί ανήξερον, τζι αγάπην εν ηξέρης, μόνον εν αίγιες ΄ς στα βουνά, να πάης να τες εύρης.

Φορησ’ τα γρουσοπράνελλα τζι έβκα στο περβόλιν,

να δης τζιαί τες μιτσσιές μηλιές, να δης τζιαί τες μϊάλες,

εβάωσεν τζι εσφάλισεν, τζι εσφικτορωμανίστην,

τζι ο παίδκιος που την αγαπά, `π’ αππέξω πομεινίσκει, τζιαί τρεις γυρούς εν πού δωκεν, τζιαί πόρταν εν ευρίσκει. Εις την δεξιάν του τη μερκάν, θωρ’ έναν περβόλιν, τζι άννοιξεν τες αγκάλες του τζιαί τον θεόν δοξάζει:

Θεέ τζι αν είμαι πλάσμαν σου, Χριστέ, τζιαί πάκουσε μου, τζιαί κάμε μιαν πυράν πολλήν, να σσίζουνται τα ξύλα, να μαρανίσκουν τα δεντρά, να ππεύτουν τζιαί τα φύλλα, να βαρηθή τζι λυερή να βκή στο παναθύριν, να πκιάση την γρουσήν ρόκκαν τζιαί το γρουσόν ροάνιν,

 

να σύρη την γρουσήν κοντήν, τζιαί την γρουσήν μϊάλην, τζι απού την πρώτην την κλωστήν να κόπην το ροάνιν, τζι άλλος κανένας μεν βρεθή να πα να της την πάρη, τζιαί να μου φώναξεν εμέν να της την παραδώσω. Παντώς ο νιός άγιος ήτουν, Χριστός τζι επάκουσεν του, έκαμεν μιαν πυράν πολλήν, τζιαί σσίζουνται τα ξύλα, τζιαί μαρανίσκουν τα δενδρά, τζιαί ππεύτουν τζιαί τα φύλλα, τζι εβαρήθ’ η λυερή τζι έβκην `ς το παναθύριν, τζι έπκιασεν την γρουσήν ρόκκαν, τζιαί το χρουσόν ροάνιν,

τζιαί σύρνει την γρουσήν κοντήν, τζιαί την γρουσήν μϊάλην, τζι απού την πρώτην την κλωστήν εκόπην το ροάνιν,

τζί άλλος κανένας εν ήτουν τζεί να πα να της το πάρη. Τζιαί διπλαππήιν το’ καμεν `ς τα σσιέρκα του το παίρνει στο ναν σκαλίν ετσίμπαν το, στα δκυό γλυκοφιλά το, στα τρια εις τα τέσσερα σκαλιά, στέκει συχναρωτά το:

Σαν σε φιλώ ροάνιν μου, να φίλουν την τζυρά σου, σαν σε τσιμπώ ροάνιν μου, να τσίμπουν την τζυρά σου! Η λυερή σαν τ’ άκουσεν, αρκώθην τζι εθυμώθην:

Το ροανούιν μου’ ππεσεν τζι άδε χαρές που κάμνει, τζιαί κάλο να’ ππεφτα εγιώ πως μέλλεν να περάση!

Να πα να πης του μάντζιπα, να κάμης λουτουρκούλλες, να πάης εις τον τζερουλλάν, να κάμης τρεις λαμπάες, πήαιννε τζιαί λουτούρκησε τζει στους αγίους τζείνους, άψε τον άην Πολλησμονητήν, να με πολλησμονήσης. Πριν να μου πης τζυράκκα μου, εγιώ επάντεχα το, επήα εις τον μάντζιπαν τζι έκαμα λουτουρκούλλες, επήα εις τον τζερουλλάν τζι έκαμα τρεις λαμπάες, επήα τζι ελουτούρκησα τζει στους αγίους τζείνους, άψα τον άγιον να’ ρκωμαι, τον άγιον να συχνάζω, τον άγιον Πολλησμονητήν, μεν σε πολλησμονήσω.

Να πα΄ς να μάθης γράμματα, να μάθης το ψαλτήριν, να μάθης τον Απόστολον, το στροτζυλόν γραψίμιν.

Πριν να μου πης τζυράκκα μου, εγιώ απάντεχα το, έμαθα τζιαί τα γράμματα, έμαθα το ψαλτήριν, έμαθα τον Απόστολον, το στροτζυλόν γραψίμιν έμαθα τον λοαρκασμόν, εν μου γελά κανένας.

Να μάθης τα’ κατό λόγια, που λεν για την αγάπην,

Έμαθα τα `κατό λόγια, που λεν για την αγάπην. "Έναν", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Ο θκιός σου να μας άφιννεν, εσέναν μαυρομμάτα, τζι να γλυκοφιλιούμασταν,

να κάμναμεν μαντάτα! "Δκυο", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Δκυο καρκιές μαραίνουνται, τα δκυό μου μμάδκια τρέχουν, τα σσιείλη μου παρακαλούν τ ’ αγγάλια σου να βρέχουν. "Τρία", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Αγία Τριάδα βοήθα μου την κόρην ν ’ αγαπήσω,

τζιαί να σου κάμω την γιορτήν, τζιαί να σου λουτουρκήσω. "Τέσσερα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην: Τεσσαρακάντουνος σταυρός `ς στην δίπλην των βυζιών σου, σσιόνα μου τζιαί να μ΄άφφινες να φίλλουν τον λαιμόν σου! "Πέντε", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Πέντε μασσιαίρκα δίστομα, τραβέρσ’ ακονισμένα,

εις την καρκιάν μου να μπηχτούν εν βκάλλουν στάλαν γαίμαν!

Έξι", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Έτο που βκήκεν η Οπλειά τζιαί τ’ άστρα της εν έξι, όπκοιος `γαπά μιαν όμορφην πρέπει να την δκιαλέξει. "Εφτά", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Εφτά πλανήτες τ `ουρανού, την αγαπώ πολλάτε,

να έρκεται `ς τα αγκάλια μου την νύκτα να τζοιμάται.

Οκτώ", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Οκτώ πόδκια έσσιει ο κάουρος, τζιαί παν ομπρός τζιαί πίσω, την νιότη μου κατάλυσα, όσον να σ `αγαπήσω.

Εννιά", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Απού ψηλήν γενιάν είσαι τζιαί που μϊάλην ρίζαν,

επόντζισα τσα πάνω σου, τα ρούχα μου εμυρίζαν!

"Δέκα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Δεκάτιζε τα λόγια σου, σσιόνα μου να σε φτάσω,

γιατ `εν λοαρκασμός πολλύς, φοούμαι μεν ξηχάσω.

"Είκοσι", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Είκοσι μήλα κότσσινα, οσγοιάν γλυτζιά λεμόνια, παίρνω σε κόρη παίρνω σε, μακάρι νά `σσιεις γρόνια. "Τράντα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Τζυπάρισσος τραντάκλωνος με το περικλοκάιν,

να σε φιλήσω σσιόνα μου, γιατ’ η καρκιά μου `κάην.

"Σαράντα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Σαράντα πέντε Σάββατα τζι εξήντα Κυριακάες, εγύριζα τες εκκλησσιές τζι αρώτουν τους παπάες, για να μου παρατζείλουσιν να μεν κάμνω καυκάες. "Πενήντα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Πενηνταρκές την έσγαψα την γην την στερεωμένην, τζιαί μέσα την εφίλησα την βερκολυγισμένην. "Εξίντα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Εξινταρκές εν που `σγαψα λάκκον εις την αυλή σου, να ΄βρω το απάρτενον νερόν, να λούσης το κορμήν σου. 'Βτομήντα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Βτομήντα γρόνια κάθομαι τζιαί βάλλω το γινάτιν,

για να μου δώκης το φιλίν τζιαί να σε καμ `αγάπην.

"Ογδόντα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Ογδόντα βρύσες τζι αν δκιαβώ τζι άλλα ’ κατόν πηγάδκια, ούλλα διψώ τζιαί πίννω τα, γατ’ έσσιεις μαύρα `μμάδκια. "Νενήτα", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Νενήτ’ αγάπες γίνεται σσιόνα μου ν ’ αγαπήσω,

όϊ εσέναν μανιχά, να πάω να σ’ αφίσω.

 

"Κατόν", λαλεί του η λυερή, τζι ο νιός επολοήθην:

Κάτω ’ ς τα Ιεροσόλυμα, εις του Χριστού τον τάφον  έσσιει εκατόν μιαν καλορκάν τζι εξήντα καλοΐρους, τρώσιν τον μήναν κάστανα, τον γρόνον λευτοκάρυα, νερόν με καρυόκουππον τζι ένιν μπορούν ν ’ αγιάσουν, της Παραδείσου τα κληδκιά `ς την πούγγαν μου κρατώ τα, όπκοια μου δώκει το φιλίν, τζείνης αννοίω πρώτα. Τζει χαμαί `ς το αγίασμα, η κόρη απλανεύτην:

Άμετε, βάγιες, στρώσετε την κλίνην πόν ’ που πάνω, βάρτε τον μούσκον πάπλωμαν, τον ξυλαλάν σεντόνια, εννιά καγτζιά ροδόστεμμαν βάρτε εις στα ποάρκα, τζιαί τρεις μούττες βασιλιτζιάν μέσα στα μαξιλάρκα. Επκιάσασιν σσιερκές, σσιερκές, σαν πέρτιτζοι ζευκάριν, επήαν τζι επλαγιάσασιν μέσα που το κλινάριν.

Έβαλεν μούσκον περισσόν τζι ο νιός εποτζοιμήθην, τζιαί πάνω στα μεσάνυκτα η κόρη εβαρήθην:

Αφού εν ήταν δυνατόν αγάπην ν΄αγαπήσης,

γιατί να μπής, να κατεβής, τον νουν μου να ζαλίσεις;

Τζιαί στάθου βέρκα μου λεγνή, θωρώ το με την κρίσιν. Επιάσασιν σσιερκές, σσιερκές, εις τον κριτήν τζιαί πάσιν.

Τζιαί γεια σ ’ αφέντη μου κριτή, τζιαί κάμε δίκιαν κρίσιν, εσσιοίνιασα τον μαύρον μου σε δασερόν λειβάδιν, μήτ’ έφαν, μήτ’ εχόρτασεν, η κρίσι τι ν ’ πάρη; Επρόσταξεν τον ο κριτής γιά να ξανασσιοινιάση.

Να μεν λαλήση πετεινός, με φως να μεν χαράξη,

με χότζιας εις τον μιναρέν `‘αλλάχ'’ για να φωνάξη!

Που τ’ άκουσεν η λυερή αρκώθην τζι εθυμώθην: 

Άτε να πας που δα χαμαί, ρε κκέλη, ρε μηλιώτη, απλώσασιν οι φτείρες σου τζι επιάσαν την βρακτήν μου, τζι εφάασιν το χώμαν μου, πού'χα μέσ'ς την αυλήν μου,

τζι εγιώ το χώμαν θέλω το να κάμ’ έναν γιοφύριν,

να ρέσσ ’ ο παίδκιος, π’ αγαπώ κάθε πρωίν τζιαί δείλιν.

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου