Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΟΥ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. Όλοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά. 

Το επάγγελμα του νεκροθάφτη κανείς δεν το αγαπά και ούτε θέλει να το εξασκεί καθώς ένεκα ταμπού και φοβίας προς το θάνατο ουδείς δεν θέλει να έχει σχέσεις μαζί του. Όσους ασχολούνται, οι άλλοι τους θεωρούν διαφορετικούς και παράξενους. Ακόμη και η οικογένεια τους ντρέπεται για το επάγγελμα και θέλει να τους αποφεύγει.

Έτσι είναι πάντα απομονωμένοι και περιθωριακοί. Πάντα αγέλαστοι και σκυθρωποί. Μόνοι ανάμεσα στον κόσμο κυκλοφορούν σκυφτοί και λιγομίλητοι καθώς καταλαβαίνουν την αρνητική αύρα που εκπέμπουν.

Από τα παλιά χρόνια ήταν μια αποκρουστική εργασία που έκαναν εξ ανάγκης άνθρωποι συνήθως πτωχοί που κατέληγαν στην αντίληψη του πληθυσμού ανεπιθύμητοι καθώς ασχολούνταν με λείψανα νεκρών κορμιών, απομεινάρια προηγούμενης ζωής, κουφάρια χωρίς ψυχή και πνεύμα, πράγματα που προκαλούσαν φοβικά συναισθήματα στον απλό λαό.

Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Πως θα έχουν μια δεύτερη ζωή, άλλοι στη κόλαση και άλλοι στον Παράδεισο.

Όμως ο Χαρίλαος που έβλεπε τα λείψανα που έθαβε και τα κόκκαλα που ξέθαβε, πίστευε πως αυτά τα λέγανε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλον ίδιον όφελος. Αντιλήφθηκε ότι το θάνατο οι άνθρωποι τον φοβούνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.

Πίστευε πως είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, χρησιμοποιούσαν για να εξουσιάζουν τις συνειδήσεις.

Πίστευε ακόμα πως κάποιος αν αναλογιζόταν ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβαινε ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν τον πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια.

Πίστευε πως αν αναλογιζόμασταν ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσαμε έναν ύπνο βαθύ που δεν τον σκιάζει έγνοια καμιά.

Και καθώς είδαν πολλά τα μάτια του και άκουσε πολλούς επικήδειους από παπάδες και Δεσποτάδες για την μεταθάνατο ζωή, αυτός ασυγκίνητος πλέον από την πολλή τριβή με τα πτώματα, δεν πίστευε για τόπους χλοερούς, ούτε έβλεπε διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Στο θάνατο ήταν όλα νεκρά κορμιά χωρίς ζωή, που μέσα στο χώμα θα γίνονταν στα εξ ων συνετέθησαν, δηλαδή και αυτά χώμα της γης, σάρκες και οστά,  όλα ένα πράγμα.

Έσκαψε τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα και σκέπασε μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδε που έστηναν μνημεία μεγαλόπρεπα και απορούσε με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.

Γνώρισε σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδε τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδε πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδε και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, είδε το φόβο του θανάτου στην έκφραση τους.

Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισε την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.

Έτσι σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, είχε συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν του προκαλούσε δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα έλιωναν και θα τα χώνευε η μαύρη γης.

Διάλεξε ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θα ήθελαν.

Όμως όταν οι εποχές είναι δύσκολες και η ανεργία αναγκάζει αρκετούς φαμελιάριδες να μην δύνανται να θρέψουν τις οικογένειες τους και κάποιοι παθόντες διαλέγουν αυτή την εργασία, έτσι και ο Χαρίλαος καθώς την επέλεξε, τοιουτοτρόπως έχασε κάθε καλή επαφή με την οικογένεια του αφού και αυτοί όπως και οι ξένοι τον αντίκρυζαν ως το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.

Ως νεκροθάφτης ξύρισε και στόλισε αρκετούς, έθαψε πολλούς, και η πλερωμή ήταν καλή. Πως μπορούσε λοιπόν να μην διαλέξει ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για παρηγοριά σκεφτόταν πως επιτελούσε κοινωνικό λειτούργημα και θεάρεστο έργο.

Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλεί κανένα καθώς όλοι συνήθως τον απέφευγαν, με το πιοτό στο χέρι σκεφτόταν πως αν ζούσε σε μια μεγάλη πόλη που κανείς δεν θα τον γνώριζε, με όσα κέρδιζε θα εθεωρείτο ένας άρχοντας.

Πριν γίνει νεκροθάφτης ήταν εργάτης και άνθρωπος για όλα τα θελήματα, με χαμηλό μεροκάματο και λίγη εργασία. Κάποιες μέρες έπαιρνε φαγητό στο σπίτι, κάποιες όχι. Στεναχωριόταν πολύ, αλλά περισσότερο νευρίαζε όταν η γυναίκα του τον φώναζε ακαμάτη και αχαμάκη.

Έτσι μια φορά που είχε για μέρες τις τσέπες άδειες και τα παιδιά του πεινασμένα, όταν τον φώναξε ο παπάς και του πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψει έναν τάφο, έμεινε αποσβολωμένος. Τόσα χρήματα για έναν τάφο; σκέφτηκε.

Στην αρχή δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα τον έπεισε καθώς ήταν απένταρος και τα παιδιά του πεινούσαν.

Έθαψε λοιπόν τον πρώτο του νεκρό, και με ευχαρίστηση διαπίστωσε πως δεν σιχαινόταν τους πεθαμένους, ούτε πολύ τον έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκε τόσες λίρες και τις έκαμε σύγκριση με όσα αμειβόταν πριν, αποφάσισε πως αυτή τη δουλειά ήθελε.

Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσε πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που του άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόταν, μα με τον καιρό ξεπέρασε αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.

Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσε τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησε, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.

Η δουλειά ήταν δύσκολη και σκληρή καθώς έσκαβε το χώμα με τον κούσπο και άνοιγε τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές, αλλά ήταν δουλειά λίγων ωρών. Έβαζε μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζε με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζε μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα αδέσποτα σκυλιά. 

Ύστερα που πέρασαν τα χρόνια του έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμείται καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα στον ίδιο και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.

Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά ο Χαρίλαος ο νεκροθάφτης, έχοντας ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά του απομονωμένος από συγγενείς και φίλους, κοιτάζοντας πίσω αναλογιζόταν πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του.

Η ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ, ή ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝΕ (διήγηση, σκωπτική)

Όταν ο άνθρωπος αποχαιρετά τον κόσμο, οι ζωντανοί τον κηδεύουν και τον αποχαιρετούν με μια υπέρτατη θρησκευτική τελετή όπου όμως πολλές φορές τα πράγματα οδηγούνται σε μια υπέρτατη υποβίβαση της αξίας της τελετής, καθώς καταντά μια κοσμική τελετή με κατάθεση στεφάνων από προύχοντες και εκφώνηση επικήδειων λόγων με τους οποίους κάποιοι πονεμένοι πολιτικοί ή και συγγενείς εξαίρουν τη ζωή, τη δράση και την προ­σφορά του αποδημήσαντος.

Και οι τεθλιμμένοι συγγενείς νιώθουν ευχαριστημένοι που ανώτεροι άνθρωποι της κοινωνίας τους έκαναν την τιμή να τους τιμήσουν, αλλά το ίδιο ευχαριστημένοι και οι λυπημένοι πολιτικοί που έτοιμοι να εκφωνήσουν έναν επικήδειο, ελπίζουν στις επόμενες εκλογές να έχουν τη ψήφο τους.

Και με το πέρας της τελετής αναγγέλλονται τα ονόματα, οι τίτλοι και οι ιδιότητες των ομιλητών, που ένας ένας πλησιάζουν στο μικρόφωνο και αρχίζουν, με το νεκρό στο σεντούκι να μην αντιλαμβάνεται όλες αυτές τις κοινοτοπίες και τυπικότητες και τα μεγάλα λόγια.

Ναι, όλοι οι άνθρωποι στη γη άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έχει φέρει στο νου του την δική του κηδεία. Άν θα τον κλάψουν πολύ, άν θα τον τιμήσουν, αν θα παρευρεθούν όσοι τον γνωρίζουν, αν θα τον ξεχάσουν γρήγορα… , και κάποιοι υστερόφημοι, αν θα τους γράψει η ιστορία. 

Και εγώ σαν άνθρωπος λοιπόν, έχω σκεφτεί όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Έχω ψάξει το ζήτημα, έχω διαβάσει περί αυτού, όσο όμως και αν το γνώρισα το ζήτημα και όσο και αν το έχω φιλοσοφήσει, το μυστήριο του θανάτου παραμένει ανεξήγητο στις σκέψεις μου και μου δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Υπάρχει μετα θάνατον ζωή; Όλα τα κατευόδια στη κηδεία βοηθούν ώστε να πάει η ψυχή του τεθνεώτος εν τόπο χλοερό; Χρειάζονται τόσες φανφάρες και έξοδα για τη μνήμη του; Ή μήπως όλα γίνονται γι’ αυτούς που μένουν, και όχι γι’ αυτούς που φεύγουν; 

Μια ευκαιρία σπουδαία να ασχοληθώ με τη δική μου κηδεία, μου έδωσε η Ντάνα η οικονόμος του σπιτιού μου όταν μου διηγήθηκε ένα όνειρο της που με είδε πεθαμένο και παρακολούθησε την κηδεία μου, όλα στο όνειρο της φυσικά.

Συγύριζε λέει το γραφείο μου, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μοναχή χωρίς εμένα η Ελένη η κοπέλα μου, που μαζί προηγουμένως είχαμε φύγει για μια εκδρομή.

-Πού είναι ο Κυριάκος,

-ο  Κυριάκος πέθανε,

απάντησε αυτή…

Το κακό μαντάτο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλο το χωριό, σε όλη την επαρχία, σε όλο το νησί καθώς ήμουν ένας γνωστός επιχειρηματίας, καθώς επίσης και ένας καλός δημοσιογράφος και συγγραφέας -όπως πίστευα-.

Και άρχισε ο κόσμος να έρχεται, να μαζεύεται και να ερωτά πώς πέθανα στα καλά καθούμενα.

Ήρθε και η γειτόνισσα μου η Κίτσα με την κόρη της μαυροφορεμένες, και η μάνα έβγαλε την μαύρη πλερέζα της και την κρέμασε έξω, πάνω την πόρτα του σπιτιού μου σημάδι πένθους και λύπης.

Και όλοι θρηνούσαν οι φίλοι μου και οι συγγενείς στη γειτονιά και στον καφενέ, και λέγανε,

-Ήταν καλός, δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, ήταν άγιος άνθρωπος. 

Και την άλλη μέρα στο δρόμο για την εκκλησία, η νεκροφόρα πέρασε πρώτα από το σπίτι μου όπου μέγα πλήθος κόσμου περίμεναν. Έβαλαν το φέρετρο πάνω στο γραφείο μου, αφαίρεσαν το καπάκι από το σεντούκι και ο Παπανδρέας άρχισε να ψέλνει ευχές συγχωρητικές για καλό Παράδεισο και τα τοιαύτα. 

Κι όλοι κλαίγανε, και κλαίγανε, και σαν μοιρολογήτρες λέγανε λόγια,

-άχ τον καημένο ήταν καλός ο μακαρίτης.

Και σαβανωμένος εγώ μέσα στο σεντούκι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα και την ωχράδα την κίτρινη του θανάτου στο πρόσωπο μου που δεν καλυπτόταν από τη βαφή του μακιγιάζ, αναπαμένος πλέον από τα εγκόσμια, έτοιμος να με κηδεύσουν και να με θάψουν μέσα στη γη, μέσα σε δύο μέτρα γης.

Ύστερα έκλεισαν το καπάκι, και τέσσερις νεαροί με φορτώθηκαν στους ώμους με τα πόδια μπροστά, και εν πομπή ξεκίνησαν για την εκκλησία. Οι δρόμοι στο διάβα μας ήταν γεμάτοι κόσμο, η μεγάλη πλατέα της εκκλησίας και αυτή γεμάτη, ήταν μια εντυπωσιακή μάζωξη κόσμου που ήρθαν να με αποχαιρετίσουν, όπως ισχυρίστηκε η οικονόμος μου.

-Άλλη κηδεία σαν και αυτήν, δεν έχουμε ματαδεί,

Έλεγαν πολλοί.

-Τόσο κόσμο σε άλλη κηδεία δεν έχω ξαναδεί σε όλη μου τη ζωή,

Είπε ένας γέρος.

Τα μεγάφωνα έξω πάνω τους τοίχους της εκκλησιάς κρεμασμένα μετέδιδαν την νεκρική ακολουθία, και οι ψαλμωδίες έσμιγαν με τα λόγια του κόσμου που μιλούσαν για τις χάρες που είχα όλες όσο ήμουν ζωντανός.
Και ύστερα πριν ο παπάς ψάλλει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι», βγήκε έξω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας όπου έστησαν από ενωρίτερα ένα μικρόφωνο η Αναστασία για να διαβάσει έναν επικήδειο.
Η Αναστασία ήταν μια χωριανή που σε μεγάλη ηλικία στα καλά καθούμενα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα γράμματα, και τα κατάφερε να γίνει μια σπουδαία ποιήτρια. Έτσι ίσως εξ αυτής της ιδιότητας της, αποφάσισε να εκφωνήσει τον επικήδειο μου.
Και έλεγε η Αναστασία με στόμφο τονίζοντας τις λέξεις πόσο ήμουν καλός, και πόσο πετυχεμένος. Πόσα πολλά πρόσφερα στην κοινωνία με το πνευματικό μου έργο, και πως θα με γράψει η ιστορία.
Και έλεγε, και έλεγε, και ο κόσμος άκουε και χειροκροτούσε.
Και ύστερα όταν τέλειωσαν όλα, ανοίχτηκε δρόμος μέσα στο πλήθος για να περάσει η νεκροφόρα να με παραλάβει και να με οδηγήσει στα ψηλά κυπαρισσάκια…

Όταν τέλειωσε το διήγημα του ονείρου της η οικονόμος μου, γεμάτος περηφάνεια εγώ για την αγάπη που μου είχε ο κόσμος, σκέφτηκα πως ήμουν ένας ματαιόδοξος όπως όλοι οι άνθρωποι που ακόμα και στον θάνατο θέλουμε να ξεχωρίζουμε.

ΜΗΝ ΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΕΡΙ

Ο Γιώρκος του Λεωνή έπεφτε να κοιμηθεί από ενωρίς γιατί κάθε βραδύς μετά τα μεσάνυχτα ξυπνούσε και πήγαινε στη Βρύση να ποτίσει τις ρέντες που φύτευε ο κύρης του.

Η Βρύση της Χλώρακας από πάντα και πάντα, ακόμα και στις χειρότερες ανομβρίες ανέβλυζε νερό, έτσι που οι άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες τους, και κυρίως να ποτίζουν τα χωράφια τους. Έτσι με αυλάκι οδηγούσαν το νερό λίγο παρακάτω όπου έφτιαξαν μια μεγάλη φυσική λίμνη και το αποθήκευαν. Ακολούθως οι περίοικοι που είχαν χωράφια στην περιοχή, με τη σειρά και με καθορισμένη ώρα ο καθένας το χρησιμοποιούσε.

Μια νύχτα το Γιωρκουϊν βρήκε τη λίμνη με χαμηλότερη τη στάθμη, και στεναχωρημένος μήπως δεν τον έφτανε να ποτίσει τα κουνουπίδια, έβαλε τάμα στον Αρχάγγελο να του άψει μια λαμπάδα αν τον αρκούσε το νερό.

Το νερό τον έφτασε, πότισε όλη τη ρέντα, και ευχαριστημένος τις πρωινές ώρες επέστρεψε στο σπίτι του και στο ζεστό κρεββάτι του.

Όμως ξέχασε το τάμα και δεν το εκπλήρωσε. Και πέρασε ο καιρός, πέρασαν δεκαετίες. Παντρεύτηκε και έστησε το σπιτικό του στην πάνω γειτονιά. Και όταν γέρασε και βγήκε στη σύνταξη, κάθε πρωί πριν ξημερώσει ροβολούσε για τη θάλασσα να ψαρέψει, μια ενασχόληση που τον ευχαριστούσε πολύ. Συνήθως έπαιρνε τη στράτα που περνούσε από το σπίτι των γονιών του, αλλά καμιά φορά έπαιρνε άλλη πιο σύντομη, τη στράτα που περνούσε δίπλα από τη βρύση του χωριού.

Κάθε που περνούσε από εκεί, έβλεπε στον ουρανό που ξημέρωνε ένα άστρο μοναχικό και φωτεινό να τρεμοπαίζει και να του γνέφει όπως να τον χαιρετά. Πρόσεξε επίσης πως από την άλλη στράτα, το άστρο δεν φαινόταν, αλλά σκέφτηκε πως ήταν τερτίπια της φύσης.

Μια φορά στην ίδια στράτα σταμάτησε εκεί που ήταν η λίμνη καθώς είδε πως τη χάλασαν και έστησαν θεμέλια οικοδομής. Κάπως στεναχωρημένος σκέφτηκε πως πάει, την χάλασαν και αυτήν, οι άνθρωποι βάλθηκαν να τσιμεντώσουν όλο το χωριό.

Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό γεμάτος αγανάχτηση, και πρόσεξε το μοναχικό άστρο να είναι πιο λαμπερό, και να τρεμοπαίζει περισσότερο.

Αμέσως σαν σπίθα του ήρθε στο μυαλό το τάμα που είχε κάνει στον Αρχάγγελο έναν παλαιόν καιρό. Και δια μιας κατάλαβε πως το αστέρι ήταν σημάδι του Αγίου που ήθελε να του θυμίσει το τάμα που του είχε τάξει.

Γύρισε πίσω και μόλις ξημέρωσε αγόρασε μια λαμπάδα, και με ευλάβεια επισκέφτηκε το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μηχαήλ και εκπλήρωσε το τάμα.

Την άλλη μέρα τα ξημερώματα γεμάτος περιέργεια πέρασε από τη στράτα της Βρύσης, και ω του θαύματος το άστρο το λαμπερό δεν ήταν στον ουρανό, και ούτε ξαναφάνηκε τις άλλες μέρες τις ερχόμενες.    

Μετά από μέρες στο καφενείο του χωριού, ο Γιώρκος του Λεωνή συνάντησε τον παπά και του ανέφερε το γεγονός, και τον ρώτησε αν γινόταν μετά από τόσες δεκαετίες ο Αρχάγγελος να θυμόταν και να ήθελε το τάμα.

Και ο παπάς του απάντησε πως ο Άγιος στον οποίο τάσσουμε, περιμένει μέχρι και σαράντα χρόνια δηλαδή μια ολόκληρη ζωή την μετάνοια μας, και την εκπλήρωση του τάματος μας. Και είναι καλύτερα να μην τάσσουμε, παρά να τάσσουμε και να μην εκπληρώνουμε το τάμα μας.

ΟΙ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΙ

Ο Τουρκοκύπριος Τσιαφέρης καταγόταν από τη Λέμπα. Γεννήθηκε περίπου το 1880-1890, ίδια εποχή της γεννήσεως του Χατζιηφίλιππου από τη Χλώρακα. Μαζί συνδέονταν με φιλία και εξασκούσαν το ίδιο επάγγελμα του τοκογλύφου. Ως εξ αυτού, είχαν και στενή συνεργασία. Καθώς ο Χατζιηφίλιππος κατείχε τεράστια αποθέματα ρευστού χρήματος πολύ περισσότερα από τον φίλο του, τον δάνειζε και αυτός δάνειζε τους Τουρκοκύπριος Λεμπάτες.

Κατά μαρτυρίαν του Φίλιππου εγγονού του Χατζιηφίλιππου, μια φορά στο μπακάλικο του παππού του, αυτός τράβηξε από τον πάγκο δυό τενεκέδες γεμάτους χρυσές λίρες και Κωσταντινάτα, και μέτρησε στον Τζιαφέρη 70 χρυσές λίρες για να διεκπεραιώσει τις δανιστικές του συναλλαγές.

Ισχυρίζεται επίσης ο Φίλιππος, πως ο Τζιαφέρης μια φορά του είπε πως ο παππούς του είχε τόσες πολλές χρυσές λίρες, που θα μπορούσαν οι απόγονοι του για γενιές να ζουν πλουσιοπάροχα. Έτσι λοιπόν, όταν το 1958 ο Χατζιηφίλιππος σκοτώθηκε σε ενέδρα από τους Τούρκους, ο ίδιος με άλλους συγγενείς κοιμόταν σκοπιά για ένα μήνα στο μπακάλικο του, αλλά δυστυχώς οι δυό τενεκέδες με τις χρυσές λίρες και τα Κωσταντινάτα δεν βρέθηκαν, και αυτός ο μεγάλος θησαυρός, αγνοείται μέχρι σήμερα.   

Η ΕΥΡΕΤΗ

Πάνω από το θέατρο της βρύσης της Χλώρακας, στο ψηλότερο σημείο υπάρχει ένα μικρό τεμάχιο γης επονομαζόμενο «Φραχτή». Πριν από το μεγάλο σεισμό του 14ου αιώνα, υπήρχε ένα μικρό κτίσμα που το είχε ως εργαστήριο ένας χρυσοχόος. Με το σεισμό το εργαστήριο χάλασε και μια μεγάλη πέτρα πελεκητή που είχε μια θύρα σκαλιστή και αποτελούσε τοιχοποιία του κτίσματος, κύλησε και στάθηκε μπροστά στην παλιά βρύση. Για αιώνες και μέχρι πρόσφατα έμεινε εκεί, πεσμένη στον ίσκιο ενός αιωνόβιου δρυ.

Μια νύχτα ζεστή καλοκαιρινή και λαμπερή από άστρα, λίγο ψηλότερα στην ίδια γειτονιά, κάτω από μια κληματαριά κοιμόνταν έξω στην αυλή τους ο Χατζιηφίλιππος με τη γυναίκα του.

Ξαφνικά κατά τα ξημερώματα ο Χατζιηφίλιππος ένιωσε τη γυναίκα του να τον σκουντά και με βια να τον ξυπνά. Γύρισε νυσταγμένος και την ρώτησε τι συμβαίνει, και αυτή αλαφιασμένη του είπε πως είδε ένα όνειρο φοβερό, ότι κοντά στη βρύση υπάρχει μια κρύπτη με θησαυρό, και πως στοιχιά και ζώθκια την παραφυλάγουν και την προφυλάσσουν. Και είδε τα ζώθκια να σκύβουν και να θέλουν να αρπάξουν τον Χατζιηφίλιππο για να τον πάρουν μαζί τους.

Ο Χατζιηφίλιππος νυσταγμένος την καθησύχασε πως όνειρο ήτανε, και γύρισε από την άλλη και συνέχισε τον ύπνο του.

Την άλλη μέρα όμως που το ξανασκέφτηκε, του μπήκε μια ιδέα στο μυαλό, και αποφάσισε να ερευνήσει το ζήτημα. Πήγε στη βρύση και σκεφτικός ώρα πολλή παρακολουθούσε γύρω του. Κοίταζε την μεγάλη πέτρα με τη θύρα σκαλιστή πάνω της, κοίταζε γύρω, ξανακοίταζε, δεν έβλεπε τίποτα να του κινεί το ενδιαφέρον.

Στις πολλές μέρες, αποφάσισε να περιεργαστεί περισσότερο την πέτρα και την σκαλιστή θύρα. Την περιεργάστηκε μια και δυο και τρεις, την χτύπησε από δω και από κει, κάποτε κατάφερε και άνοιξε τη θύρα. Και ω του θαύματος, πίσω της υπήρχε ένα κούφωμα γεμάτο χρυσάφια.

Ήταν η κρυφή κρύπτη που μέσα φύλαγε ο αρχαίος χρυσοχόος τα χρυσαφικά του. Ήταν μια ευρετή, ένας μεγάλος θησαυρός. Ετσι ο Χατζιηφίλιππος έγινε πλούσιος άρχοντας, και από εκείνο τον καιρό ξεκίνησε να δανείζει τον κόσμο.

Και τοιουτοτρόπως έγινε ένας μεγάλος τοκογλύφος όπως ομολογούν κάποιοι παλιοί κάτοικοι.

ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ (πραγματική ιστορία)

Η Χλώρακα τα παλαιά χρόνια ονομαζόταν Πρασκίουρο που σήμαινε πράσινη ουρά. Ξεκινούσε από τα υψώματα της οδού Χατζηφιλίπου και προεκτεινόταν ως τον ποταμό που χωρίζει τη Κισσόνεργα με τη Λέμπα. Τα υψώματα και οι γκρεμοί που σχημάτιζαν το οροπέδιο της σημερινής Χλώρακας, ήταν κατάφυτο από αιωνόβια δένδρα και σχημάτιζαν μια πράσινη ουρά, ως εξ αυτού είχε το όνομα Πρασκίουρο.

Στα χρόνια της Ενετοκρατίας η περιοχή της σημερινής Λέμπας αποτελούσε συνέχεια του τσιφλικιού της Έμπας.  Στα παράλια της Λέμπας και της Χλώρακας στη παραλία του Κοττσιά όπου κατά περιόδους η άμμος ξεβράζεται σε απεριόριστους τόνους στην ακτή με αποτέλεσμα η θάλασσα ξεβαθαίνει και ο βυθός της έως βαθιά είναι στρωτός με άμμο, Έτσι εκείνα τα χρόνια, τα φορτηγά πλοία προσάραζαν είτε για να φορτώσουν, είτε για να ξεφορτώσουν. Ξεφόρτωναν σκλάβους και φόρτωναν ζάχαρη που κατασκευαζόταν στην Κύπρο κυρίως από τεύτλα. Η θάλασσα έμπαινε στη στεριά και σχημάτιζε ένα μικρό έμπα όπου προσάραζαν τα πλοία. Ως εξ αυτού, αφού η συνέχεια της στεριάς αποτελούσε το μεγάλο τσιφλίκι, το χωριό της Έμπας πήρε το ομώνυμο όνομα. Αργότερα επί Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, το δυτικό μέρος κατοικήθηκε κυρίως από Τούρκους και η περιοχή πήρε εκ παραφθοράς το όνομα Λέμπα.

Το χωριό της Λέμπας από εκείνα τα χρόνια ήταν μικτό με περισσότερους Τούρκους και λιγότερους Χριστιανούς μέχρι την ανεξαρτησία της Κύπρου όπου ξεκίνησαν οι δικοινοτικές ταραχές και οι Έλληνες κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό.

Τις δεκαετίες 1850 και 1880, μια τεράστια περιοχή της Λέμπας κατείχε ένας Χριστιανός μεγαλοτσιφλικάς, ο Σάββας  Νικολαΐδης. Σε μια άκρια της περιουσίας του στην άκρια του δρόμου υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Μέσα οι περαστικοί έμπαιναν και προσεύχονταν θεωρώντας πως ήταν Άγιος τόπος και λατρευτικός χώρος του Αγίου Στεφάνου που μαρτύρησε στα χέρια των ειδωλολατρών, όπως το ίδιο μαρτυρούσαν και οι Χριστιανοί από τους κατακτητές Οθωμανούς.

Στα χρόνια που πέρασαν ο τόπος καθιερώθηκε ως πλήρως λατρευτικός χώρος του Αγίου ο οποίος ανεδείχθηκε θαυματουργός και τον επισκέπτονταν από πολλά μέρη της Πάφου, οπότε ιδιοκτήτης της αποθήκης Σάββας Νικολαιδης σε μια κρίση πίστεως έκτισε το υπόστεγο και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι το οποίον δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.

Στο εκκλησάκι προσέτρεχαν να προσκυνήσουν Ρωμιοί και Τούρκοι έως την περίοδο της Αγγλοκρατίας που οι Βρεττανοί διέσπειραν τα μίση και τα πάθη μεταξύ των δύο κοινοτήτων Ελλήνων και Τούρκων που είχαν ως συνέχεια τις δικοινοτικές ταραχές και την εισβολή των Τούρκων στη μεγαλόνησο.

Εκείνους τους καιρούς που η διχόνοια επικρατούσε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τρία Τουρκάκια έβαλαν στόχο και με μίσος βεβήλωναν συχνά το μικρό εκκλησάκι κάνοντας ασχημίες. Οι Χριστιανοί ήταν ανάστατοι και καταριόνταν τα Τουρκιά που δεν μπορούσαν να συλλάβουν επ αυτοφώρω καθώς αυτοί ασχημονούσαν και έφευγαν βιαστικοί και κρύβονταν στο Τουρκοκυπριακό χωριό υπό την κάλυψη των ομοχωρίων τους.

Μα ίσως η θεία δίκη, ίσως οι κατάρες των Χριστιανών, έπεσαν σαν πέλεκυς επί των κεφαλών τους και η τιμωρία τους ήταν σκληρή.

Μια τέτοια φορά αφού λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας με το σουγιά έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ώρα όμως μπήκαν μέσα Χριστιανοί και τους είδαν επ αυτοφώρω. Αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν να φύγουν. Βγήκαν στην αυλή και τρεχτοί δρασκέλισαν τον τοίχο που χώριζε την αυλή με τον αμαξιτό δρόμο για να ξεφύγουν. Όμως στη βιασύνη τους δεν πρόσεξαν ένα αυτοκίνητο που περνούσε, το οποίο πάτησε τον ένα και τον άφησε στον τόπο.

Στες τέσσερις μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πάνω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Και ύστερα από άλλες τόσες μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό που πήγε για μπάνιο στη θάλασσα του Κοττσιά τον πήρε το ρεύμα και τον έπνιξε. Και ύστερα από μέρες αναζήτησης, βρέθηκε ξεβρασμένος στην θάλασσα του Ακάμα με το ένα μάτι του να λείπει. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου.

ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ ΕΛΕΟΥΣΑ (Την ιστορία διηγείται η Αθθούλα Λεωνίδα-Πάζαρου)

Ο Χριστιανικός λαός τιμά την Παναγία την Ανύμφευτη Nύμφη, την Υπέρμαχο Στρατηγό, την Ελεούσα, τη Γιάτρισσα, τη Θαλασσινή, την Παρηγορήτρα.

Η οικογένεια του Λεωνίδα πατρός της Αθθούλας η οποία διηγείται την ιστορία, αποτελείτο από 10 παιδιά, 7 γιους και τρεις κόρες. Κατοικούσαν στη Πέγεια μια παλιά εποχή που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και οι άνθρωποι διακινούνταν με γαϊδούρια. Ο δρόμος που ένωνε το χωριό με την πόλη της Πάφου το Κτήμα ήταν χωμάτινος, λίγο πλατύτερος από ένα μονοπάτι. Το χωριό ήταν αραιοκατοικημένο και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν τα σπίτια τους στην ύπαιθρο όπου είχε άπλετα χωράφια για τη βοσκή των κοπαδιών τους.

Όταν ο Λεωνίδας ήταν δέκα χρονών, μία εκ των κορών η Παναγιώτα, αρρώστησε βαριά. Έπεσε κατάκοιτη με πόνους φοβερούς και σπασμούς ασταμάτητους. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει και υπέφερε πολύ. Όλοι οι συγγενείς γονείς και αδέρφια, ανήσυχοι και τρομαγμένοι έκλαιγαν και παρακαλούσαν να γίνει καλά η Παναγιώτα. Προσπαθούσαν να της κατεβάσουν τον πυρετό με βρεγμένα μαντήλια αλλά δεν μπορούσαν.

Βλέποντας ότι δεν ανάρρωνε αλλά χειροτέρευε, αποφάσισαν πως έπρεπε να τη δει γιατρός. Πολύ ενωρίς το ξημέρωμα, πήρε ένας εκ των υιών το γαϊδούρι και πήγε στο μακρινό Κτήμα να φέρει το γιατρό τον Όμηρο.

Τον εκάθησε πάνω στο γαϊδούρι και τον μετέφερε στο χωριό. Η μέρα είχε χαράξει καλά όταν έφτασαν, και αμέσως ο Όμηρος επί τω έργω, αφού την εξέτασε καλά καλά τους λέγει,

-αν βγάλει τη μέρα ναι για όχι.

Και ο καλός γιατρός βλέποντας την ανέχεια στην οποία ζούσε η πολυμελής οικογένεια, αντί να πληρωθεί για τον κόπο του, έβγαλε δύο λίρες και τις έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της Παναγιώτας.

Και αφού έκανε τη διάγνωση πως δεν είχε ελπίδες και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τι, τον εκάθησαν πάλι πάνω στο γαϊδούρι και τον πήραν στο Κτήμα.

Άρρωστη του θανατά η Παναγιώτα, αλλά έπρεπε οι εργασίες στα χωράφια να συνεχιστούν και κάποιοι να εργαστούν.

Έτσι κατά το δειλινό ο παππούς και η γιαγιά πήγαν στο αλώνι να ανεμίσουν το σιτάρι. Φτάνοντας στο αλώνι, από το μονοπάτι δίπλα, νάσου περνά μία γύφτησα τσιγγάνα και τους λέγει,

-για πολύ στενοχωρημένους σας βλέπω τι έχετε;

-η κόρη μας είναι πολύ άρρωστη και μας είπε ο γιατρός ναι για όχι αν θα ζήσει μέχρι το πρωί, και εκείνη τους λέγει

-αν γιάνω την κόρη σας μου δίνετε ένα τενεκέ σιτάρι;

-μπορείς να μας την γιάνεις;

-εγώ τους λέγει, μπορώ να κάνω και παπούτσια χρυσά να φορώ.

-Αν μου την γιάνεις λέγει ο παππούς, να σου δώσω δυο τενεκές σιτάρι.

Πήραν τη στράτα και έφτασαν στο σπίτι.

-Φέρτε μου ένα πιάτο με νερό, τους λέγει η τσιγγάνα.

Της φέρνουν ένα πιάτο με το νερό και βγάζει ένα σταυρουδάκι από τον κόρφο της και λέγει,

-ενώ θα διαβάζω, αν το σταυρουδάκι πεταχτεί έξω από το νερό, η κόρη σας θα γιάνει, αν μείνει μέσα στο νερό, η κόρη σας θα πεθάνει.

Και άρχισε να διαβάζει, να διαβάζει, σε λίγο το σταυρουδάκι πετάχτηκε έξω από το νερό. Επανέλαβε το ίδιο, ξανασυνέβηκε το ίδιο…

Ταυτόχρονα, φωνές ακούστηκαν χαρούμενες να βγαίνουν από το σπίτι. Μάνα και κόρες βγήκαν έξω με τα πρόσωπα φωτισμένα φωνάζοντας,

-έγιανε η Παναγιώτα, έγιανε η Παναγιώτα…

Έγιανε η Παναγιώτα, έζησε μέχρι τα ενενήντα της και δεν ξαναρώτσησε σε όλη της τη ζωή. Η Γύφτισσα πήρε για κανίσι δυο τενεκέδες σιτάρι και μια όρνιθα.

Σαν έφυγε και ύστερα, όλοι κατάλαβαν ότι ήταν η γιάτρισσα Παναγία.

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ

Ένα βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φως. Οι άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φως που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο διπλανό παρεκκλήσι. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της. Έτσι, οι κάτοικοι κατάλαβαν το θέλημα της και αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Όταν οι εργασίες τέλειωσαν, έμεινε η σκεπή, αλλά δεν είχαν ξυλεία για να την κατασκευάσουν.

Όμως η ίδια η Παναγία φρόντισε γι αυτό.  

Το μπότζι ήταν δυνατό και ο βρυχηθμός της μηχανής άλλαζε, μια δυνάμωνε και μια μούγκωνε καθώς τα θεόρατα κύματα σήκωναν την πρύμνη έξω από τα νερά και η προπέλα ξενέριζε. Το μικρό πλοίο σκαμπανεύαζε σαν καρυδότσουφλο έτοιμο να κοπεί στα δύο.

Ήταν μεγάλη η θαλασσοταραχή και η ετοιμότητα του πληρώματος στη γέφυρα και στη μηχανή το ίδιο. Κάθε λιγάκι ο πρώτος μηχανικός κατέβαινε στη μηχανή για να ενημερωθεί αν όλα πήγαιναν καλά. Ήταν πολλά χρόνια στα καράβια και πολύ έμπειρος, γι αυτό καταλαβαίνοντας πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η τρικυμία, με ανησυχία έβγαζε και αυτός βάρδια με τους μηχανικούς.

Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω τις σκάλες και η αγωνία του έσκιαζε το πρόσωπο. Τα κύματα ήταν μεγάλα περισσότερο από έξι μέτρα και τα ρεύματα πολύ ισχυρά. Το καράβι έγερνε επικίνδυνα και καθώς το φορτίο από ξυλεία που μετέφερε ήταν πολύ ψηλό πάνω από το κατάστρωμα, ο κίνδυνος γινόταν πολλαπλάσιος. Τα αμπάρια ήταν γεμάτα, και πάνω από αυτά άλλοι μεγάλοι σωροί που έφταναν στο ύψους της τσιμινιέρας. Οι ναύτες τα είχαν δέσει σφικτά για να μην φύγουν στη θάλασσα, αλλά με το επιπρόσθετο ύψος, το κέντρο βάρος του πλοίου άλλαξε, και πολύ ευκολότερα θα μπορούσε να βουλιάξει καθώς τα κύματα το έγερναν στο πλάι ίσα φιλώντας τη θάλασσα.

Το ταξίδι ξεκίνησε με ήρεμη θάλασσα, όμως οι Νηρηίδες είχαν άλλα σχέδια. Ίσως βαριεστημένες από την απραξία στα βαθιά νερά που κατοικούσαν, φύσηξαν βοριάδες και σήκωσαν κύματα δυσθεώρατα αψηλά ως τον ουρανό. Τα ρεύματα από τα βαθιά βγήκαν στην επιφάνεια και χέρι χέρι με τους αέρηδες και τα κύματα δημιούργησαν θαλασσοταραχή που άρπαζαν το πλοίο και το σήκωναν ψηλά και αρχίναγαν πάλιωμα μαζί του πεισματικό θέλοντας να το βουλιάξουν.

Μόνη λύση θα ήταν οι ναύτες να λύσουν το φορτίο να πέσει στη θάλασσα, αλλά τα κύματα ήταν τόσο δυνατά που όποιος δοκίμαζε να βγει στη κουβέρτα, θα τον άρπαζαν μαζί τους. Έτσι μη μπορώντας να κάνουν τίποτα, αφέθηκαν στη μοίρα τους και στα χέρια του Θεού.

Σε μια στιγμή ένα θεόρατο κύμα χτύπησε το πλοίο που έγειρε πολύ, ενώ ταυτόχρονα ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακούστηκε,  και το πλήρωμα πίστεψε πως ήρθε το τέλος.

Με τα νεύρα τσιτωμένα και την ανάσα κομμένη άρχισαν να παρακαλούν θεό και Παναγία. Πίστεψαν πως τετέλεσται. Έκαναν το σταυρό τους και περίμεναν το μοιραίο…

Μα ξαφνικά το θαύμα εγίνηκε, το φορτίο λύθηκε και έγειρε στη θάλασσα. Το πλοίο ίσιωσε και κάθισε στα πλατιά νερά. Οι ανατριχιαστικοί ήχοι από το βαλάντωμα λιγόστεψαν και το ταρακούνημα ημέρεψε.

Ακούγονταν μόνο οι αέρηδες και τα κύματα του άγριου καιρού έξω που λυσσομανούσαν σε μια αρμονία οι δυνάμεις τους ενωμένες χαλώντας την ηρεμία της φύσης και αναστατώνοντας την πλάση. 

Ήταν στιγμές απερίγραπτες γεμάτες φόβο και τρόμο, όμως τα δύσκολα πέρασαν. Ο θεός και η Παναγία βοήθησαν. Εκείνη τη μέρα Άγγελοι φύλαγαν και δεν άφησαν τους διαβόλους του βυθού και τις κακές Νηριήδες να τραβήξουν το πλοίο στα βαθιά σκοτεινά νερά.

Εκείνη τη μέρα η Παναγία η θαλασσινή και ο  Άγιος Νικόλαος ο προστάτης των ναυτικών, τους γλύτωσε.

Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές η χαμένη πίστη των ανθρώπων επανέρχεται στις καρδιές τους και από αρχής ξαναπιστεύουν στο Θεό. Που όταν όλα τελειώνουν και παντελώς εκλείπει η ελπίδα, οι Άγιοι και οι Άγγελοι από θεία πρόνοια εφορμούν και αποτρέπουν ναυάγια, ή σώζουν αβοήθητους ναυτικούς που πνίγονται στα πελάγη.

Είχε συμβεί από χάρη Θεϊκή να λυθεί το φορτίο και να ξαποληθεί στη θάλασσα.

Η ανακούφιση πλημμύρισε ολονών τις καρδιές, και μεμιάς όλοι πιστοί και άπιστοι, ευχαρίστησαν και δόξασαν το θεό και τους Αγίους.

Δόξασαν την Παναγία τη Θαλασσινή που έκαμε το θαύμα της, που αμόλησε στη θάλασσα το ψηλό φορτίο και τους γλύτωσε από βέβαιο πνιγμό.


Η επιφάνια της θάλασσας γέμισε ξυλεία που τα άρπαξαν τα κύματα και τα ρεύματα και τα ξέβρασαν στην διπλανή ακτή. Και τα πήραν οι άνθρωποι του νησιού και έφτιαξαν τη σκεπή στο μικρό εκκλησάκι που έκτισαν για χάρη της Παναγίας της θαλασσινής.

------------
ΟΥΝΟΥ ΟΥΝΟΥ ΟΥΛΑΠΟΥΪ

Ήταν τρεις αδερφές σε μια οικογένεια από τις οποίες η μια ήταν παντρεμένη, η άλλη χαρτωμένη και η τρίτη η μικρότερη ανύπαντρη κορασιά. Οι δυο μεγάλες ήταν προκομμένες και γλήορες. Έκαναν όλες τις δουλειές χωρίς να βαρυγκωμούν, και είχαν τα σπίτια πεντακάθαρα. Κάθε μέρα το φαγητό έτοιμο, και όλη μέρα πάνω στη βούφα σκυφτές έπλεκαν ρούχα και κιλίμια.

Η μικρότερη ήταν τεμπέλα και όσο και αν την παρότρυναν, δεν άκουε κανένα. Ούτε σκούπιζε, ούτε έπλενε, ούτε μαγείρευε, ούτε καθόταν στον αργαλειό.

Οι άλλες αγανακτισμένες και θυμωμένες, ήθελαν να την συνεφέρουν και να την κάνουν να γίνει της προκοπής. Αφού απόειδαν με όσα και αν της ορμήνευαν και αυτή ούτε άκουε ούτε φοβόταν τις φωνές, αποφάσισαν να της δώσουν ένα μάθημα.

Στο πανηγύρι του χωριού κάθε χρόνο μαζευόταν όλος ο κόσμος του χωριού καθώς και από τα περίχωρα και γιόρταζαν τον πολιούχο Άγιο. Επ ευκαιρία λοιπόν της επετείου οι μεγάλες αδερφές πρότειναν στη μικρή να ετοιμαστεί να πάνε όλες μαζί. Καθώς όμως τεμπέλα που δεν είχε όρεξη για δουλειά και δεν καθόταν στη βούφα να πλέξει ρούχα ούτε για λόγου της, στεναχωρημένη τους αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να τις ακολουθήσει γιατί δεν είχε ρούχα καλά να φορέσει.

Αμέσως οι αδερφές της προθυμοποιήθηκαν να της δώσουν από τα δικά τους να ντυθεί και να στολιστεί. 

Στο πανηγύρι ο κόσμος σουλατσάριζε πάνω κάτω στο δρόμο άλλοι κοιτάζοντας τις πραμάτειες και άλλοι, κυρίως οι νιες και οι νιοι, επιδεικνύοντας τα καλά τους ρούχα και φλερτάροντας αναμεταξύ τους. Η μικρή θυγατέρα ένιωθε όμορφη με τα καλά της ρούχα καθώς ένιωθε τα θαυμαστικά βλέμματα των νεαρών να την περιεργάζονται.

Μέσα σ αυτή τη χαρά και τη ξεγνασιά, ξαφνικά η μια της αδερφή της λέει

-να ο άνδρας μου, δώσε μου γρήγορα το παλτό μου γιατί μου θυμώνει να το δίνω σε άλλους.

Και της πήρε το πανωφόρι.

Σε λίγο η άλλη της αδερφή της λέει,

-γρήγορα δώσε μου το φουστάνι μου γιατί να απέναντι, έρχεται ο χαρτωμένος μου και θα μου θυμώσει,

Και της πήρε το φουστάνι.

Η μικρή κόρη έμεινε με το μακρύ μεσοφόρι -ευτυχώς που ήταν σαν φουστάνι- ντροπιασμένη και στεναχωρημένη. Ένιωθε ολονών τα βλέμματα να την περιπαίζουν. Κατακόκκινη από την αισχύνη, γύρισε και το έβαλε στα πόδια κλαίγοντας. Πήρε τα απόμερα δρομάκια για να μην την βλέπουν και αναστατωμένη καθώς ήταν, μόλις μπήκε σπίτι, έγειρε μπρούμητα στο κρεββάτι και οι κλαυθμοί της γοεροί ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά.

-Αχ τι ντροπή, σκέφτηκε, δεν θα πάθω ξανά τέτοιο ρεζιλίκι. Από σήμερα θα φτιάχνω μόνη μου τα ρούχα μου να μην έχω ανάγκη άλλον κανένα.

Σηκώθηκε από το κρεββάτι και κάθισε στο ουλάπι. Άρχισε να υφαίνει για να φτιάξει ρούχα όμορφα για λόγου της, να περπατά στο δρόμο και να την θαυμάζουν όλοι.

Και στην προσπάθεια της να πνίξει τα αναφιλητά και τον πόνο που την έπνιγαν, άρχισε να τραγουδά,

-Ούννου ούννου ουλαπούι μου

νά κάμω τό βρακούι μου

τζιαι τό πουκαμισούι μου

τζιαι είδες τί μας κάμανε

στον Αη τιτσιρόκωλο

στου Αη Φώντα τα λουτρά

Και έγινε η μικρή θυγατέρα μια προκομμένη κόρη, έμεινε και ο στίχος ως στις κατοπινές γενιές να τον τραγουδούν οι μανάδες στες κόρες τους.  

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΙΚΟΣ 

Ένας βασιλιάς βγήκε περίπατο εις το βασίλειον του. Σε έναν αγρό συνάντησε έναν γνωστόν υπήκοο του να παίζει με τον μικρόν υιόν του. Τον ερώτησε αν είναι συγγενής του, και ο χωρικός απάντησε,

-εν ο μασκαράς ο γιος μου.

Μετά από λίγα έτη, πάλιν ο βασιλιάς εβγήκε περίπατο, και ξανασυνάντησε τον χωρικό να εργάζεται στα χωράφια βοηθούμενος από τον δεκάχρονον πλέον υιόν του. Τον ηρώτησε και πάλιν αν είναι συγγενής του.

-Εν ο πουμουσιάρης μου.

Παρήλθαν κάμποσα χρόνια ακόμα, και ξαναβγήκε περίπατο στον ίδιον τόπο. Και πάλιν συνάντησε τον χωρικό με έναν νέο να εργάζεται αντ αυτού.

-ποιος είναι ο νέος; Τον ερώτησε.

-Είναι ο χειρότερος μου εχθρός απάντησε ο χωρικός.

-Γιατί είναι ο υιός σου ο χειρότερος εχθρός σου; Αρώτησεν ο βασιλιάς.

-Διότι όταν ήταν μασκαράς με τα καμώματα του με έκανε να διασκεδάζω και να τον αγαπώ. Όταν ήταν φουμουτσιάρης μου, με εβοήθαν στην εργασίαν μου. Τώρα που μεγάλωσε και εγώ γέρασα, εύχεται  να αποθάνω για να κληρονομήσει την περιουσία μου.

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ

Ήταν ένας βοσκός που ζούσε μέσα στα λαόνια, και σπάνια κατέβαινε στο χωριό. Μια φορά κατέβηκε στο χωριό, και γιά πρώτη φορά μπήκε μες την εκκλησιά. Μέσα είδε πολλές εικόνες που είχαν μπροστά τους καντήλια και κεριά αναμμένα. Πρόσεξε όμως πως μια εικόνα μαύρη με έναν μαύρο που είχε κέρατα στην κεφαλή, δεν είχε μήτε καντήλι, μήτε κερί αναμμένο. Πήγε στον παπά και του ζήτησε να ανάψει ένα κερί, και αυτός θα το πλερώσει.

 -Όχι του λέγει ο παπάς, δεν του ανάβω κερί γιατί είναι ο διάβολος. Ο βοσκός πήγε στο παγκάρι, έβαλε μια πακίρα και πήρε ένα κερί το οποίον άναψε και τοποθέτησε μπροστά στην εικόνα του διαβόλου.

Την νύχτα στον ύπνο του τον επισκέφτηκε ο διάβολος και του λέει,

 -Σε ευχαριστώ που μου άναψες ένα κερί, γι αυτό θέλω να σου κάνω μια χάρη, τι χάρη επιθυμείς;

-Τίποτα απαντάει ο βοσκός, δεν χρειάζομαι τίποτα.

-Καλά, όμως πάμε έξω να κουβεντιάσουμε λίγο, του ζήτησε ο διάβολος.

Πήγαν έξω να κουβεντιάσουν, αλλά ο βοσκός κατουρήθηκε και κατούρησε στην αυλή.

Το πρωί που ξύπνησε ήταν κατουρημένος πάνω του και ντρεπόταν να σηκωθεί. Η γυναίκα του τον ρώτησε γιατί δεν σηκώνεται να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή, και αυτός της εξήγησε ψέματα πως τη νύχτα ήπιε λίγο παραπάνω και κατουρήθηκε πάνω του.

Την επόμενη νύχτα πάλι του κατέβηκε ο διάβολος και του είπε ξανά τι χάρη θέλει να του κάμει.

 -Τίποτα δεν θέλω από σένα, εψές με έβαλες και εκατούρησα πάνω μου.

-Μα δεν γίνεται, πρέπει οπωσδήποτε να σου κάμω ένα θέλημα, είσαι ο μόνος που μου άναψες ένα κερί, πρέπει να σου το ανταποδώσω.

Στα πολλά που επέμενε ο διάβολος, ο βοσκός του λέει,

-Άτε φέρμου λίγα ριάλια.

Τον πήρε ο διάβολος από το χέρι και τον κατέβασε στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του χρυσάφια και ριάλια, όταν ξαφνικά τους πήραν είδηση οι φρουροί του βασιλιά.

 -Πάμε να φύγουμε, μας πήραν χαπάρι.

Το έβαλαν στα πόδια μπροστά ο διάβολος, πίσω ο βοσκός. Σε μια στιγμή όμως, οι φρουροί τον έφτασαν και τον άρπαξαν από τα πόδια.

-Βοήθα με να ξεφύγω, φώναξε ο βοσκός.

-Χέσε να τους λούσεις, για να σε αφήσουν, του απαντά ο διάβολος.

Τους χέζει και τους λούζει για να βρωμίσουν και να τον αφήσουν, και απότομα ξύπνησε χεσμένος στο κρεββάτι με την ατμόσφαιρα να βρωμά και την γυναίκα του να ξυπνά και να φωνάζει.

Πρωί πρωί ο βοσκός παίρνει τη μαγκούρα του και πάει κάτω στο χωριό, βρίσκει τον παπά και αφού του εξιστόρησε τα γεγονότα, του ζήτησε να ξεκλειδώσει την εκκλησιά.

Μπαίνει μέσα, αρπάζει την εικόνα του διαβόλου, την έκανε κομμάτια με την μαγκούρα του και την τσαλαπάτησε χαμαί.

Από εκείνη τη στιγμή, ο διάβολος δεν τον ξαναεπισκέφτηκε στον ύπνο του.

ΤΟ ΜΠΙΡΠΙΡΙΝΙ

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς που αγαπούσε πολύ την βασίλισσα του και όταν αυτή πέθανε λυπήθηκε πολύ και ήταν απαρηγόρητος. Είχε και μια κόρη βασιλοπούλα που στεναχωριόταν βλέποντας το μεγάλο μαράζι του πατέρα της. Σκέφτηκε να του κτίσει μια όμορφη εκκλησιά για να προσεύχεται και να βρίσκει παρηγοριά.

Την έκτισε την εκκλησιά και ήταν ένας υπέρλαμπρος ναός που όσοι έμπαιναν μέσα έμεναν έκθαμβοι. Όλοι οι πιστοί μέσα στο κατανυκτικό της περιβάλλον έβρισκαν γαλήνη και ξεχνούσαν τα βάσανα τους.

Όμως ο βασιλιάς δεν έβρισκε παρηγοριά και μέσα στην κατάθλιψη του έβγαλε φιρμάνι όποιος βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από την μιζέρια του, να τον κάνει πλούσιο.

Ο μάγος της χώρας, αμέσως έσπευσε να συμβουλεύσει τον βασιλιά.

-Άρχοντα μου, η εκκλησία που έχτισες είναι πολύ ωραία, αλλά για να ημερέψει η ψυχή σου, πρέπει να φέρεις το μπιρπιρίνι να σου κελαηδά, και τότε θα βρεις ανάπαυση.

Το μπιρμπιρίνι ήταν ένα άγνωστο μικρό πουλί που κελαηδούσε καλύτερα από αηδόνι, αλλά ήταν άπιαστο. Όσοι προσπάθησαν να το αιχμαλωτίσουν με δίχτυα, με ξόβεργα, με τόξα, με παγίδες, με αρπαχτικά γεράκια, με δόλωμα, με κάλεσμα, κανένας δεν τα κατάφερνε.

Σκέφτηκε ο βασιλιάς αφού ήταν τόσο δύσκολο το έργο, να δώσει μεγάλη αμοιβή σε όποιον μπορέσει να το πιάσει.

Έβγαλε φιρμάνι και έταξε σε όποιον τα καταφέρει να του δώσει για σύζυγο την κόρη του και το μισό βασίλειο.

Από όλη τη χώρα, τρεις φίλοι γενναία παλικάρια, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους.

Ξεκίνησαν να ψάξουν σε όλη την οικουμένη ώσπου να βρουν το μπιρμπιρίνι. Έκοψαν δρόμους πολλούς, ώσπου έφτασαν στο τέλος μιας στράτας που εκεί ξεκινούσαν τρεις δρόμοι που στον πρώτο έγραφε δρόμος με επιστροφή, στον άλλο δρόμος με δύσκολη επιστροφή, και στον τρίτο δρόμος χωρίς επιστροφή.

Εκεί χωρίστηκαν με τη συμφωνία στην επιστροφή στις τόσες μέρες, να συναντηθούν εκεί, στο ίδιο σημείο. Και ο καθένας πήρε από ένα δρόμο.

Ο πρώτος δρόμος οδηγούσε σε επίπεδη γη χωρίς δυσκολίες, χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο δεύτερος δρόμος οδηγούσε σε μέρη κακοτράχαλα αλλά χωρίς ληστές και εχθρούς. Ο τρίτος δρόμος οδηγούσε σε κακοτράχαλη γη με ληστές και πολλούς εχθρούς.

Όταν πέρασαν μέρες και συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο κατά την επιστροφή τους, οι δύο πρώτοι γύρισαν άπραχτοι και στεναχωρεμένοι, ενώ ο τρίτος που κοπίασε περισσότερο και ευοδώθηκαν οι προσδοκίες του, στο χέρι κρατούσε ένα κλουβί που μέσα ήταν το μικρό μπιρμπιρίνι.

Οι φίλοι του ζήλεψαν και συνωμότησαν να του το πάρουν. Έτσι μια νύχτα που έπεσαν να κοιμηθούν, έκλεψαν το πουλί και ξεκίνησαν πρώτοι να παρουσιαστούν στο βασιλιά.

Όταν όμως του το πρόσφεραν, αυτό δεν έλεγε να κελαηδήσει. Και ύστερα από πολλές προσπάθειες και πολλή ώρα που δεν κελαηδούσε, νάσου μες την εκκλησιά μπαίνει το τρίτο παλικάρι και λέει στους παρευρισκόμενους τα καθέκαστα. Οι φίλοι του όμως αρνίστηκαν και ισχυρίστηκαν πως αυτός έλεγε ψέματα.

Ο βασιλιάς έμεινε λίγο σκεφτικός, και ύστερα πήρε το κλουβί από τα χέρια τους και το έδωσε στο τρίτο παλικάρι. Το μπιρμπιρίνι αμέσως άρχισε να κελαηδά και με τη γλυκύτατη φωνή του είπε με ανθρώπινη λαλιά στο βασιλιά την πάσα αλήθεια. Το κελάηδημα του ήταν τόσο γλυκό που ο βασιλιάς το ένιωσε σαν βάλσαμο και με ευχαρίστηση πάντρεψε την κόρη του με το νέο παλικάρι, ενώ τους άλλους δύο τους τιμώρησε με εξορία.


ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟ

Σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια φτωχή χηράτη με το μονάκριβο γιο της που με κόπο προσπαθούσε να τον αναγιώσει. Δεν γύρεψε άλλη παντρειά, έμεινε μαγκούφα με μόνο σκοπό να μην του λείψει τίποτα. Ξενοδούλευε στα χωράφια μέρα νύχτα για να τον μεγαλώσει και να τον μορφώσει. Τον αγαπούσε πολύ και με χίλιες δυο στερήσεις προσπαθούσε για λόγου του.

Και αυτός όμως την αγαπούσε πολύ και δεν της χαλούσε χατίρι. Την άκουε και την υπάκουε, γι αυτόν ο λόγος της ήταν προσταγή.

Μια Κυριακή που ο κανακάρης της έλειπε από το σπίτι και η χηράτη είχε σχόλη και έκανε τις δουλειές του σπιτιού, από τη στράτα έξω πέρασε μια ξένη γριά ακουμπώντας το ραβδί της και έδειχνε κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Της φώναξε να κοπιάσει να την φιλέψει και να ξεκουραστεί.

Η γριά αφού δροσίστηκε και ξεκουράστηκε, της πρότεινε για την καλοσύνη της να της πει τη μοίρα. Και η χηράτη που πίστευε πολύ στη μοίρα και στο πεπρωμένο, δέχτηκε πρόθυμα.

Η γριά ξεκρέμασε από το λαιμό της ένα σταυρουδάκι και κρατώντας το από την αλυσιδίτσα, το κράτησε ψηλά ακίνητο. Το σταυρουδάκι άρχισε από μόνο του να κινείται πέρα δώθε, και ύστερα να κάνει μικρούς κύκλους που σιγά σιγά δυνάμωναν, και να κυλίεται τεθλασμένα.

Η χηράτη που την παρακολουθούσε, είδε απότομα το πρόσωπο της να σκοτεινιάζει και να αφήνει το σταυρό να της πέφτει χάμω.

-Τι συμβαίνει, τι έπαθες, τι είδες; Τη ρώτησε ανήσυχη η χηράτη.

-Καλή μου κοπέλα, μεγάλο κακό θα σε έβρει. Έχεις ένα γιο που όταν θα τον παντρέψεις, τη νύχτα του γάμου θα τον δαγκώσει ένα φίδι και θα αποθάνει, της απάντησε η γριά.

Η καημένη μάνα αναστατώθηκε γιατί πίστεψε τα λεγόμενα της, και στεναχωρεμένη για μέρες νηστική και φοβισμένη σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γλυτώσει το γιο της. Ήταν σίγουρη πως της έλεγε την αλήθεια, γιατί καθώς πίστευε πολύ στη μοίρα, ήταν επίσης απόδειξη πως η γριά έλεγε αλήθεια καθώς δεν ήξερε πως είχε γιο, αλλά το είδε διαβάζοντας τη μοίρα της.

Βάλθηκε από εκείνη τη μέρα να υποβάλει στο μυαλό του παιδιού της να γίνει μισογύνης και να μην θέλει να παντρευτεί καμιά γυναίκα όταν θα μεγάλωνε, αλλά να μείνει γεροντοπαλίκαρο. 

Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε και δεν ήθελε να παντρευτεί. Μισούσε τις γυναίκες και τις θεωρούσε μπελά στη ζωή του. Η μάνα του πίστεψε πως είχε επιτύχει το σκοπό της και η ψυχή της επιτέλους ηρέμησε.

Αλλά άλλες οι βουλές του μυαλού, και άλλες της καρδιάς. Μια μέρα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που την αγάπησε κεραυνοβόλα, και μονομιάς αναθεώρησε τις αντιλήψεις του.

Η μάνα έκλαιγε και οδυρόταν και του εξηγούσε το κακό που θα γινόταν, αλλά αυτός ανένδοτος δεν την άκουσε, ήταν η πρώτη φορά που την παράκουσε.

Και ήρθε η μέρα του γάμου. Τέλειωσε το μυστήριο, διασκέδασαν οι καλεσμένοι, και το βράδυ αργά, οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στο δωμάτιο τους.

Όλοι διασκέδασαν και χόρεψαν, εξόν από τη μάνα που ανήσυχη και φοβισμένη, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι, πήρε μια τσάπα και κρύφτηκε πίσω από το ερμάρι περιμένοντας να σκοτώσει το φίδι.

Όταν αργά το πρωί άκουσε το σύρσιμο του φιδιού που ερχόταν, με μίσος σήκωσε ψηλά τη τσάπα και έκοψε την κεφαλή της κουφής που με δύναμη αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα και πετάχτηκε μακριά. Ύστερα ανακουφισμένη έφυγε αθόρυβα χωρίς να την πάρουν χαμπάρι.

Αλλά ώ τι δυστυχία, το ξημέρωμα όταν ο γαμπρός σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, το κεφάλι του φιδιού που εκσφενδονίστηκε ήταν μέσα και πατώντας το τα δηλητηριώδη δόντια του τον δάγκωσαν και τον άφησαν στον τόπο.

ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ


Η
τανμια φορά στα παλιά χρόνια στη Χλώρακα της Πάφου τέσσερις φίλοι μικρούτσικα παιδιά, που έβλεπαν τους χωριανούς τους που έκλαιγαν και προσεύχονταν και παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία. Μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά με ένα κοκαλιάρικο παιδακι στην αγκαλιά της ήταν γονατισμένη και μουρμούριζε.

-Σε παρακαλώ, Θεέ μου, στείλε μας γρήγορα βροχή για να μπορέσουμε να σπείρουμε, να δώσουμε λίγο ψωμί στα παιδιά μας.

Οι άνθρωποι υπέφεραν, είχε να βρέξει πάρα πολύ καιρό. Οι σοδειές είχαν μαραθεί, το χορτάρι και τα λιβάδια είχαν κιτρινίσει από τον καυτό ήλιο. Τα ζώα πέθαιναν και τα δένδρα δεν έδιναν καρπούς, γέμισε η πλάση με φίδια και τσακάλια.

-Πόσο φτωχοί είναι όλοι οι άνθρωποι, αν δεν βρέξει σύντομα, κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα-, είπαν τα παιδιά.

Αλλά πέρασε ο καιρός, δεν έβρεξε, και από την πολλη στενοχώρια πολλοι άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον αρρώσταιναν και πέθαιναν. Είδαν και τους γονιούς τους και αυτους να μαραζώνουν γιατί δεν είχαν δουλειά ούτε φαγητό να θρέψουν τις οικογένειες τους, ώσπου αρρώστησαν και πέθαναν και αυτοί χωρίς να γεράσουν. Και είπαν τα παιδιά ότι έπρεπε να μεγαλώσουν γρήγορα, να γίνουν πλούσιοι και να αποκτήσουν δύναμη για να μπορέσουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους… 

Όταν μεγάλωσαν και η κατάσταση δεν άλλαζε, οι φίλοι μαράζωναν πολύ, έπρεπε να σκεφτούν πως να γλιτώσουν τους ανθρώπους από τα βάσανα τους.

Κοιτάζοντας μια μέρα την απέραντη θάλασσα, ο ένας δήλωσε στους άλλους

τρεις πως είχε μια ιδέα. Όταν οι άλλοι με αγωνία ζήτησαν να μάθουν, αυτός τους είπε:

-Δεν νομίζετε κι εσείς πως η θάλασσα έχει πάρα πολύ νερό; Για να το πάρουμε  στον ουρανό και αυτό να πέσει στη γη σαν βροχή και να σώσει τους ανθρώπους και τι σοδιές τους, δεν γίνεται, μπορούμε όμως να φέρουμε νερό από αλλού και να ποτίσουμε τη ξεραμένη γη.
-Καλή ιδέα, αλλά πως θα να γίνει αυτό;

είπαν οι άλλοι.

-Θα κάνουμε οτιδήποτε για να σώσουμε τους ανθρώπους, ας δώσουμε όρκο.

Είπε ο πρώτος αποφασιστικά. Και όλοι μαζί συμφώνησαν και αποφασισμένοι να σώσουν τους ανθρώπους, κίνησαν προς το λιμάνι της Πάφου, μπήκαν στο πρώτο καΐκι που βρήκαν και έφυγαν για τη ξενιτιά, και χάθηκαν και δεν φάνηκαν στον τόπο για πολύ καιρό.

Ύστερα από λίγα χρόνια ένα μεγάλο πλοίο φούνταρε στα ανοιχτά της Πάφου και με βαρκες είδαν οι ντόπιοι κάτοικοι να φτάνουν και να αποβιβάζονται κάμποσοι μαύροι άνθρωποι με μπροστάρηδες αρχηγούς τους τέσσερις φίλους.

Εγκαταστάθηκαν στα παραλια της θάλασσας, και άρχισαν να δουλεύουν και να κτίζουν ένα μεγάλο αυλάκι για να φέρουν νερό από την μεριά της μακρινής Τάλας που είχε πολλά τρεξιμιά νερά.

Ήθελαν να φέρουν νερό από αλλού για να ποτίσουν τη ξερή γη, ήθελαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους.

Σε λίγο καιρό το αυλάκι τελείωσε και το γλυκό νερό άρχισε να ρέει σε όλη την γη από τα Πότημα μέχρι τα Παλιόκαστρα της Πάφου.

 -Νερό, νερό, οι σοδειές θα ξαναβλαστήσουν, φώναξαν οι άνθρωποι και άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε από τη χαρά τους.

Το σιτάρι ξαναβλάστησε, η ξεραμένη γη ποτίστηκε και το χορτάρι άρχισε να πρασινίζει.

Από εκεί και ύστερα οι άνθρωποι είχαν τους τέσσερις φίλους σε μεγαλη υπόληψη και σεβασμό, τους τιμούσαν και τους αγαπούσαν. Οι τέσσερις φίλοι ευχαριστημένοι που κράτησαν τον όρκο τους, έβλεπαν τους συνανθρώπους τους που ήσαν χαρούμενοι, και μαζί τους χαίρονταν και αυτοί.

Καποια μέρα όμως, ο βασιλιάς διέταξε τα στρατεύματα του να συλλάβουν τους τέσσερις φίλους. Οι τέσσερις φίλοι που ήταν πολύ λίγοι να αντισταθούν απέναντι σε τόσο στρατό, αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στο παλάτι και φυλακίστηκαν. Η κατηγορία ήταν ότι ήσαν μεγάλοι Πειρατές που κατά την διάρκεια της απουσίας τους από τον τοπο κούρσευαν τα πλοία του βασιλιά, ήταν έτσι που βρήκαν χρήματα πολλά και μαύρους δούλους και έκτισαν το μεγάλο αυλάκι που έφερε το νερό από τα λουτρά του Άδωνη στη χαμηλή παραλιακή περιοχή της Πάφου. 

Αλλά και μέσα στη φυλακή τους οι τέσσερις φίλοι ποτέ δεν μετάνιωσαν για τις πράξεις τους. Και επειδή ήταν αποφασισμένοι να φέρονται πάντα καλά στους ανθρώπους, μεταμορφώθηκαν σε τέσσερις αέρηδες που κατέβαιναν από τα ψηλά και έφερναν σύννεφα της βροχής για να μην έχουν πια ανάγκη οι άνθρωποι το πολύτιμο νερό.

ΤΟ ΓΕΝΝΑΙΟ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟ

Μ
ια μέρα στην παλιά Πάφο την εποχή που είχε πειρατές, βγήκαν Σαρακηνοί απο τη θάλασσα για να λεηλατήσουν σιμά τις παραλίες. Στην παραλια της Χλώρακας, ένα μικρό βοσκόπουλο, δεν ήθελε να του πάρουν το κοπάδι και με την μαγκούρα του τα έβαλε με τους αρματωμένους πολεμιστάδες. Πολέμησε γενναία, αλλά στο τέλος πιάστηκε και τον πήραν στο καΐκι να τον δικάσει ο βασιλιάς. Όμως συγκινημένος ο βασιλιάς από τη γενναιότητα του νεαρού, υποσχέθηκε να τον αφήσει ελεύθερο αν κατάφερνε να απαντήσει σε ένα δύσκολο ερώτημα "τι ακριβώς θέλουν οι γυναίκες;" Τον πήραν μαζί τους, και τον έκλεισαν πίσω απο τα τείχη σ ένα κάστρο στο Αλγέρι. Τούδωσαν καιρό να σκεφτεί και να απαντήσει, ήταν όμως το ερώτημα πολύ δυσκολο.

Από τη μέρα εκείνη άρχισε να ρωτά τον κοσμο, κανείς όμως δεν ήξερε, παρά αυτό που του συνέστησαν οι περισσότεροι ήταν να παει σε μια γριά μάγισσα που σίγουρα θα ήξερε. Πήγε στη γριά αλλά για να του απαντήσει ζήτησε ακριβό αντάλλαγμα, του ζήτησε να την παντρευτεί. Η γριά είχε καμπούρα και μια γαμψή μύτη, ήταν απαίσια, δεν είχε δόντια, και βρωμούσε ολόκληρη. Δεν είχε συναντήσει ποτέ του τόση ασχήμια, γι αυτό  αρνήθηκε να πληρώσει.

Ο χρόνος περνούσε μέχρι που έφτασε η τελευταία μέρα και δεν είχε άλλη επιλογή, έτσι παρά τον θάνατο προτίμησε να δεχτεί να πληρώσει την γριά μάγισσα.

Έτσι ανακοινώθηκε ο γάμος τους και η γριά απάντησε επιτέλους στο ερώτημα "αυτό που θέλει στην πραγματικότητα μια γυναίκα είναι να είναι αφέντης της ζωής της". 

Ο βασιλιάς συμφώνησε ότι ήταν σωστή η απάντηση αφου την είπε η μάγισσα που τα ήξερε όλα, έτσι χάρισε τη ζωή στο γενναίο βοσκόπουλο, και τον ελευθέρωσε.

Την πρώτη νύχτα του γάμου το βοσκόπουλο ετοιμαζόταν να περάσει τη χειρότερη νύχτα της ζωής του, γενναίος όμως καθώς ήταν το πήρε απόφαση και εισήλθε στο συζυγικό δωμάτιο. Τότε με έκπληξη βλέπει μπροστά στα μάτια του, να κάθεται πανω στο κρεβάτι και να χτενίζεται την ομορφότερη γυναίκα που είχε δει ποτέ του. Έμεινε έκθαμβο και άλαλο. Όταν ξαναβρήκε τη μιλιά του, ρώτησε την όμορφη κοπέλα τι είχε συμβεί. Τότε αυτή του απάντησε πως επειδή δέχτηκε να την παντρευτεί τόσο κακάσχημη που ήταν, ως δώρο αποφάσισε να του δείξει και την άλλη της μορφή, την όμορφη, κι ότι τη μέρα θα είχε τη μία και τη νύχτα την άλλη. Τον ρώτησε, λοιπόν, ποια από τις δύο μορφές επιθυμούσε να έχει τη μέρα και ποια τη νύχτα. Το βοσκόπουλο μπήκε σε σκέψεις. Τι να 'ταν καλύτερο; Να 'χει στο πλευρό του μια πανέμορφη γυναίκα τη μέρα και να τον  βλέπει  ο κόσμος και να τον ζηλεύει, ή νάχει την ομορφιά της τη νύχτα και να τη χαίρεται; Μη ξέροντας τι να κάμει, απάντησε με ευγένεια ότι θα άφηνε αυτή να επιλέξει. Μόλις το άκουσε αυτό, η μάγισσα του χαμογέλασε και του είπε ότι θα ήταν όμορφη όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα επειδή τη σεβάστηκε και την άφησε να είναι αφέντης του εαυτού της. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

Ο ΚΑΛΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ 

Hτανε μια φορά στα παλιά χρόνια ένα παλικάρι, ένας καλόκαρδος Μυλωνάς που ζούσε στο Μύλο της Βρέξης. Από την πολλή καλοσύνη που είχε όχι μονο δεν έπαιρνε λεφτά από τους φτωχούς, αλλά πολλές φορές τους έδινε αλεύρι  από αυτό που έπαιρνε αντί πλερωμής. Με αυτό τον τρόπο δεν περίσσευαν χρήματα, ίσα που περνούσε, αλλά ήταν ευχαριστημένος, δεν βαρυγκωμούσε. Όλοι οι κάτοικοι τον αγαπούσαν για την καλοσύνη του, και οι γριές γυναίκες του εύχονταν για τύχη να καλοπαντρευτεί μια βασιλοπούλα.

Μια παλιοχρονιά ο ποταμός της Βρέξης που έφερνε το νερό και γύριζε το Μύλο σταμάτησε να τρέχει, στέρεψε το νερό του. Όλοι οι χωριανοί μαράζωσαν, πως θα άλεθαν το σιτάρι, ήταν και ο καλός ο μυλωνάς κρίμα, μαράζωναν και γι αυτόν. Το παλικάρι τους είπε να μην στενοχωριούνται, θα έπαιρνε τα άρματα του και θα ανέβαινε τον ποταμό ώσπου νάβρει που σκάλωσε το νερό και σταμάτησε να τρέχει.

Ξεκίνησε λοιπόν, προχώρησε πέρασε δύσβατες περιοχές βουνά και δάση, ώσπου μία μέρα έφτασε σε ένα ρυάκι κι έσκυψε να πιει νερό. Τότε μέσα στο νερό είδε τη δράκαινα. Έκανε να την πιάσει, αλλά αυτή χάθηκε. Σήκωσε το κεφάλι του και την είδε να περπατά. Την ακολούθησε, αυτή πήγε παραπέρα και κάθισε μέσα στον ποταμό, έτσι σκάλωνε το νερό και άλλαζε η ροη του, αυτός ήταν ο λόγος που χάθηκε το νερό.

Τράβηξε το σπαθί αποφασισμένος  να σκοτώσει το μεγάλο θεριό. Μα αυτό έδειχνε φοβισμένο δίχως να κουνιέται από την θέση του σκεπάζοντας με τα χέρια το πρόσωπο του. Το παλικάρι το λυπήθηκε λέγοντας πως

-αφού αυτό φοβάται εμένα γιατί να το σκοτώσω;

Κοίταξε γύρω του κι έφυγε. Κάθε μέρα με το φως της μέρας αλλά ποτέ  βράδυ, πήγαινε στον τόπο με το παράξενο τέρας. Είχαν γίνει πλέον φίλοι. Αφού είχαν περάσει πολλές μέρες, ένα βράδυ ο καλός Μυλωνάς που δεν είχε ύπνο, τράβηξε για τον τόπο με το θεριό. Και τότε τι να δει; Μπροστά του στεκόταν, μια όμορφη πριγκίπισσα. Τα έχασε ο Μυλωνάς, -Που είναι το τέρας;- ρώτησε.

-Μη φοβάσαι, εγώ ήμουν το τέρας, μα εσύ δεν με σκότωσες, μου χάρισες τη ζωή, έτσι τα μάγια λύθηκαν-.

Η πριγκίπισσα παντρεύτηκε το παλικάρι και πήγαν στο παλάτι. Ο καλός Μυλωνάς εγινε ένας καλός βασιλιάς, και κυβέρνησε τον τόπο με αγάπη, και μαζί με τη βασίλισσα έκαμαν το βασίλειο  πιο μεγάλο και πιο τρανό. 

Ο ΡΑΦΤΑΚΟΣ 

Ηταν μια φορά ένας μικρός μαθητευόμενος ράφτης που δούλευε στο ραφείο του πατέρα του, και είχε φιλομάθεια και προσήλωση να μάθει καλά την τέχνη. Ενώ έραβε, ο νους του ταξίδευε και πήγαινε σε μεγάλες πόλεις, εκεί όπου υπήρχαν σπουδαίοι ραφτάδες και μόδιστροι. Περνούσε τις μέρες του καθιστός και έραβε, όταν κουραζόταν και έπεφτε να κοιμηθεί, έκανε την προσευχή του και ζητούσε από το Θεό να τον φωτίσει να μάθει γρήγορα την τέχνη, να ανοίξει δικό του ραφείο και να γίνει σπουδαίος και ξακουστός. 

Μια μέρα λοιπόν ενώ κοιμόταν, ήρθε από τον ουρανό ένας μεγάλος αετός και χαμήλωσε δίπλα του, τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί. Πέρασαν κάμποσες θάλασσες ώσπου κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το μικρό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Τα ρούχα των ανθρώπων ήταν καλοραμμένα και με ζωηρά χρώματα, ήσαν χαμογελαστοί και έδειχναν  ευτυχισμένοι.  Μια μεγαλη χαρά τον κυρίευσε όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τα ρούχα στη βιτρίνα, αυτά που έραψε.

 -Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη.
Και το αφεντικό τού απαντάει,

-Κάτσε και βοήθα με, και γώ θα σε μάθω τέχνη. Η πληρωμή σου θα είναι δέκα φλουριά το μήνα.

Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι ράφτες της μεγάλης πόλης ξέρουν να ράβουν καλύτερα απ όλο τον κοσμο, και να γίνονται φημισμένοι. Κάθισε λοιπόν στο ραφτάδικο και έμαθε την τέχνη, και έβλεπε έξω στο δρόμο να περνά κόσμος με καλοραμμένα ρούχα.

Μια μέρα όμως περνώντας ο ράφτης από την αγορά βλέπει ένα τεράστιο ττόπι από σπουδαίο ύφασμα, και που δεν είχε ματαδει όμοιο του. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του:

-Μ’ αυτό το ττόπι από κασμίρι,  σε οποιον ράβω ένα κοστούμι θα μένει πολύ ευχαριστημένος, έτσι θα αποκτήσω σπουδαία φήμη.

Μπαίνει ο μικρός ράφτης στο μαγαζί που δούλευε κουβαλώντας στον ώμο το τεράστιο ττόπι από ύφασμα. Θύμωσε ο μάστρος του που τον βλέπει, και του λέει:

-Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία. Το ττόπι αυτό είναι για να ντυθούν πολλοι άνθρωποι ενώ εμείς ράβουμε μονο για λίγους. Αγόρασες πολύ περισσότερο απ ότι χρειαζόσουν, εδω κι εμπρός πρέπει να είσαι εγκρατής, και να θέλεις μονο όσα σου αρκούν.
Ύστερα από λίγο καιρό ενώ κοιμόταν, ήρθε από τον ουρανό ο μεγάλος αετός, χαμήλωσε δίπλα του, τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια και πέταξαν μακριά. Πέρασαν κάμποσες θάλασσες, ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό μαγαζάκι του πατέρα του.

Συνέχισε να ράβει, και ανάμεσα σε κάθε βελονιά σκεφτοταν το μακρινό ταξίδι, και είχε ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη μεγαλη πόλη.  Ο αετός δεν ξανάρθε, ο μικρός ραφτάκος όμως όταν μεγάλωσε εγινε σπουδαίος και φημισμένος ράφτης. Έραβε τα καλύτερα κοστούμια γιατί έραβε λίγα αλλά καλά, διότι δεν ήταν πλεονέχτης, αφου έμαθε να είναι εγκρατής και ολιγαρκής,

Ο ΠΑΡΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ

Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε  μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρονακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της. Και όταν βαριόταν, καθόταν στην άκρη του γκρεμού και αγνάντευε τον μακρύ ορίζοντα κάνοντας ονείρατα παρακαλώντας το Χριστό να στείλει ένα καράβι με ένα όμορφο πριγκιπόπουλο όπως στα παραμύθια. Παρέα με τους γλάρους που πετούσαν στον ουρανό και τα λογιών αλάγια ψάρια που κολυμπούσαν κάτω στο νερό, έστεκε ώρες πολλές με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. Μα περισσότερο της άρεσε το ηλιοβασίλεμα που δημιουργούσε έμορφη εικόνα, και που μέσα στις σκιές των χρωμάτων του ήλιου που έσμιγε με τα χρώματα της θάλασσας, καμιά φορά νόμιζε πώς έβλεπε ένα καράβι να αρμενίζει και το βασιλόπουλο της να στέκει στην πλώρη και να της γνέφει.

Η μικρή χωριατοπούλα καθώς ήταν πολλά όμορφη, ευγενείς και πλούσιοι αφεντάδες την ζητούσαν σε γάμο. Όμως αυτή σταθερή στην ιδέα της, καρτερούσε τον πρίγκιπα που θα της έφερνε η θάλασσα. Οι γονείς της πολύ στεναχωριόντουσαν για τη στάση της, και τον πόνο τους τον μαρτυρούσαν στον αγέρα της θάλασσας. Και αυτός θυμωμένος, φύσαγε δυνατά και παρέσερνε το μυστικό της στα πέρατα του κόσμου.

 Ώσπου μια μέρα στη μακρινή Βενετιά, ένα όμορφο αγόρι ο Πάρακας, αποφάσισε πως θα γινόταν ο πρίγκιπας της και θα την επισκεπτόταν.

Ήταν ένας ωραίος νέος και ανδρειωμένος πολεμιστής. Ετοιμαζόταν να πάει Σταυροφόρος στα Ιεροσόλυμα να πολεμήσει τους άπιστους, ώσπου άκουσε για την έμορφη Κυπριοπούλα, και μη χάνοντας καιρό, αποφάσισε στο δρόμο του για τους Αγίους τόπους, να περάσει να την γνωρίσει.

Το αρματωμένο καράβι που έπλεε στην άκρη του ορίζοντα μια μέρα, ξαφνικά γύρισε την πλώρη στη στεριά, και με τον ήλιο που έδυε πίσω του, έδειχνε μια σκοτεινή κουκίδα μέσα στα πορφυρά χρώματα που σχηματίζονταν την ώρα που έσμιγε ο ήλιος με τη θάλασσα πέρα στον μακρινό ορίζοντα. Στην πλώρη έστεκε το όμορφο βασιλόπουλο ντυμένο στη γυαλιστερή του φορεσιά αντικρίζοντας από μακριά για πρώτη φορά την κόρη που έστεκε στην άκρια του μεγάλου βράχου φαντάζοντας ίδια η Αφροδίτη με ξέπλεκα τα μαλλιά της ριγμένα πίσω έως τη γης.

Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν, αγαπηθήκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Οι γονείς της κοπέλας χάρηκαν γιατί ήταν άξιο παλληκάρι, ταυτόχρονα όμως λυπήθηκαν, γιατί ήταν στρατιώτης και θα πήγαινε στον πόλεμο.

Συμφώνησαν λοιπόν να τον περιμένει, και σε ένα χρόνο θα επέστρεφε να παντρευτούν.

Πέρασε λίγος καιρός, και η μακρομαλλούσσα βοσκοπούλα με υπομονή και καρτερία στημένη στο μεγάλο βράχο, καθημερινά αγνάντευε το πέλαγος με το χέρι αντήλιο προσμένοντας τον καλό της να φανεί. 

Μια μέρα όμως δυστυχώς, συνέβηκε κάτι τρομερό. Ένα δηλητηριώδες φίδι την δάγκωσε, και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά. Έπεσε σε κώμα για πολλές μέρες και δεν αντιδρούσε. Και όταν με τον καιρό ξανάνιωσε λίγο, παρατήρησε πως το δηλητήριο μέσα της την φαρμάκωσε παντοτινά. Το δέρμα της κιτρίνισε, και οι μύες σε όλο της το σώμα παραμορφώθηκαν. Η άλλοτε υπέροχη ομορφιά της χάθηκε, και το απαλό της δέρμα σκλήρυνε σαν την πέτρα. 

Έκλαψε πολύ και είπε,

Χθες, ήμουν όμορφη. Σήμερα, είμαι ένα τέρας.

Ήξερε πως ο καλός της δεν θα την ήθελε πλέον, και παρ όλη τη θλίψη της, αποφάσισε να τον αποδεσμεύσει από τον όρκο του, καθώς η αγάπη που του είχε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη. Ήθελε να τον ξεχάσει για πάντα και να μην τον ξαναδεί. Δεν απαντούσε στα μηνύματα που της έστελλε, προσπαθούσε μ αυτό τον τρόπο να τον κάνει να πιστέψει πως τον ξέχασε.

Όταν πέρασε ένας χρόνος, το πριγκιπόπουλο γύρισε. Έμαθε τα κακά μαντάτα, άλλα αποφάσισε να σταθεί δίπλα της και να την βοηθήσει να γίνει καλά. Δεν τον εμπόδισε η ασχημία του κορμιού της και η σκληράδα του προσώπου της καθώς την αγαπούσε πραγματικά πάρα πολύ. Έτσι γονάτισε μπροστά της άλλη μια φορά, και της ζήτησε να τον παντρευτεί. ΄ 

Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κύλα και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί. 

Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε. 

Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό κρεμμό,  και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.

ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη όπου μέσα μια άσχημη μάγισσα έβγαινε κάθε μέρα να λουστεί, σκορπίζοντας το φόβο και τον τρόμο στους ντόπιους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του καθώς το αγίασμα ήταν θαυματουργό, ούτε κανένας να καλλιεργήσει τα γύρω χωράφια από το νερό της.

Όμως ένας άφοβος νεαρός που μια μέρα περνούσε από το μέρος και θέλησε να πλυθεί, η μάγισσα προσπάθησε να τον φοβερίσει. Του όρμηξε αι με φωνές θέλησε να τον διώξει.

Τότε ο νεαρός με το ραβδί που κρατούσε τις έδωσε κάμποσες ξυλιές πάνω στη ράχη, και αυτή φοβισμένη έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο εκείνο δεν την ξαναείδε.

Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως η κακιά μάγισσα ήταν μια όμορφη γυναίκα σύζυγος ενός ληστή που μια φορά τον απάτησε και όταν αυτός το έμαθε, με το σπαθί του κατακρεούργησε το πρόσωπο της και την καταράστηκε να ζει και να υποφέρει αιώνια. Η γυναίκα από τότε περιτριγυρίζει στην εξοχή και φοβίζει τους χωρικούς με την ασχήμια της.

Λέγει επίσης ο θρύλος πως το νεαρόν παιδί ήταν ο Αρχάγγελος Μηχαήλ, και οι κάτοικοι προς τιμήν του έκτισαν το εκκλησάκι που σήμερα ευρίσκεται στην περιοχή.  

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΞΗΣ

Μια φορά ήταν ένας ποταμός, ο ποταμός της Βρέξης έτσι τον έλεγαν, που έτρεχε ήρεμα μέσα σε ένα ξέβαθο φαράγγι. Τα νερά του ήταν καθαρά και μέσα ζούσαν ψάρια και βάτραχοι. Επειδή ήταν αβαθής, οι άνθρωποι τον περνούσαν χωρίς να στήνουν γέφυρες, κάποτε πηδώντας, κάποτε ρίχνοντας μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες φτιάχνοντας δρόμους, έτσι που να μην βρέχονται από τα ήρεμα και αργά νερά του. Τα ζώα τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, και από αυτόν ποτίζονταν άμα διψούσαν. Ξεκινούσε ο ποταμός από τα ψηλά βουνά και κατέληγε στη θάλασσα , αλλά πριν τα γλυκά νερά σμίξουν με τα αλμυρά, ήταν στενός και δύσβατος με καλαμιώνες βάτα και άλλα δένδρα που βλάσταιναν στα πλευρά του, ενώ εκεί που έσμιγαν τα νερά πλάταινε και άνοιγε, σχημάτιζε μια μεγάλη ήρεμη και αβαθή λίμνη πάνω στην άμμο του γιαλού.

Δίπλα στον ποταμό τα χωράφια ήταν πέτρινα, ήταν καυκάλλες, δεν μπορούσαν να οργωθούν ούτε να καλλιεργηθούν. Κάτω στην τέλειωση του ποταμού που άρχιζε η θάλασσα, είχε ένα μικρό κομμάτι γης που ήταν μόνο χώμα, εκεί διάλεξε και έφτιαξε ένα μικρό περβόλι ένας φτωχός και ορφανός νέος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Με τα χέρια το καλλιεργούσε, με τα χέρια κουβαλούσε νερό και το πότιζε. Ήταν μια δύσκολη ζωή που περνούσε, αλλά κουτσά στραβά τα κατάφερνε. Δεν είχε κανένα παράπονο από τα δύσκολα, γιατί του άρεσε μετά την κοπιαστική δουλειά να λούζεται στη λίμνη και ύστερα να ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, να κάθεται και να συνομιλά με τον γέρο ποταμό, με αυτό τον τρόπο άφηνε πίσω του κόπους και στενοχώριες.

Και περνούσε ο καιρός, το παλικάρι αγάπησε μια κοπέλα που κατοικούσε πάνω στο χωριό, την ζήτησε από τον πατέρα της, αλλά αυτός περιπαικτικά του απάντησε πως άμα κατάφερνε  να γίνει πλούσιος, να του την ξαναγυρέψει.

Ο νταλκάς που είχε ο νέος για την κοπέλα ήταν μεγάλος, έλαβε πολύ σοβαρά υπ όψιν τα λόγια του πατέρα της, καθόταν και σκεφτόταν με παρέα τον ποταμό, τι να έκαμνε για να γίνει πλούσιος. Ώσπου μια μέρα τούρθε μια καλή ιδέα, και είπε να την συζητήσει φωναχτά με τον φίλο του τον ποταμό:

-Αν είχα ένα Μύλο και άλεθα τα σιτάρια και τα κριθάρια του κόσμου, γρήγορα θα γινόμουν πλούσιος.

Ήξερε όμως ότι αυτό δεν ήταν μπορετό, γιατί το νερό που έτρεχε στον ποταμό ήταν στον πάτο του φαραγγιού, ήταν πιο χαμηλό από τη γη που ήταν δική του, ώστε δεν θα μπορούσε να γυρίζει το μύλο. Όμως ο ποταμός του απάντησε,

-Εσύ κτίσε το Μύλο, και εγώ θα τον γυρίσω…

Ξεκίνησε το παλικάρι να κτίζει το μύλο, οι χωριανοί τον έβλεπαν και τον περίπαιζαν. Μα ο νέος χωρίς να τους λαμβάνει υπ όψη, συνέχισε να κτίζει. Πέρασε ο καιρός, τέλειωσε το κτίσιμο, και ήταν ένας ωραίος στρογγυλός μύλος. Ύστερα επισκέφτηκε τον τοκογλύφο του χωριού, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε τους μηχανισμούς για να γυρίζει και να αλέθει ο Μύλος. Αυτό που παρέμενε ήταν ο ποταμός να γυρίσει τον Μύλο όπως του είχε υποσχεθεί. Δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του…

Και μια μέρα του χειμώνα ο ποταμός πάνω στα ψηλά βουνά στην αρχή ανακατεύτηκε, ύστερα άρχισε να αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τη χαρά να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα καλάμια και βάτα, και να ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από εμπόδια και ορμώντας ενάντια στους βράχους. Το νερό που κατέβαινε στη θάλασσα έγινε θολό, ανέβηκε ψηλά σχεδόν ισα με τις όχτες.  Το ποτάμι κατέβασε νερό από τα βουνά και ψήλωσε η στάθμη μέσα στις όχτες, σχεδόν ισα να ξεχειλίσουν. Πάει το παλικάρι, ανοίγει ένα αυλάκι και οδήγησε το νερό στη φτερωτή του Μύλου, που άρχισε να γυρίζει. Ο κόσμος έτρεξε σε αυτόν, ήθελε να αλέσει το σιτάρι.

Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν σας διηγούμαι, το παλικάρι έγινε άρχοντας του χωριού και όλου του τόπου, ύστερα στάθηκε στην άκρη του ποταμού εκεί που έστεκε πάντα, και δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Είχε τον ποταμό για φίλο του, ήταν πλούσιος και θα παντρευόταν την καλή του, ήταν απόλυτα ευχαριστημένος

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ 

Μια φορά και έναν καιρό, στην τέλειωση της Χλώρακας μέσα σε μια μικρή θαλασσινή λίμνη, τη λίμνη των Ροαδαφινιών, ζούσε μια μικρή όμορφη γοργόνα που αγαπούσε τους ανθρώπους και χωρίς να τους φοβάται, ξεπρόβαλλε όταν τα νερά ήταν ήσυχα και συνομιλούσε μαζί τους. Είχε το μικρό χωριό της Χλώρακας υπό την προστασία της, και δεν άφηνε κανένα εξώρκι να επηρεάζει την ηρεμία των κατοίκων, ώστε αυτοί ευτυχισμένοι ζούσαν μια ήρεμη ζωή καλλιεργώντας την όμορφη γη που τους χάρισε η φύση.

Μια φορά πρίν εκατοντάδες χρόνια, ένας νέος αγάπησε παράφορα την γοργόνα και ήθελε να πεθάνει γιατί δεν υπήρχε τρόπος να την κάμει δική του καθώς ήταν μια γοργόνα-νεράιδα διαφορετική από τους ανθρώπους. Όμως βλέποντας την μεγάλη του λύπη και θέλοντας να τον παρηγορήσει, του είπε να κάνουν μια συμφωνία. Να αγαπιούνται πλατωνικά, και να αρκεστεί μόνο σ’ αυτό. Ο νέος μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχτηκε.

Και τα χρόνια περνούσαν, και καθημερινώς ο νέος δίπλα στη μικρή λιμνοθάλασσα με τις ώρες συνομιλούσε με την μικρή γοργόνα. Με τον καιρό η μικρή γοργόνα αγάπησε και αυτή το παλληκάρι, και έτσι αγαπημένοι ζούσαν καλά και ήσαν ευχαριστημένοι.

Άμα πέρασαν πολλά χρόνια και ο νέος έγινε μεσήλικας, γεμάτος ανησυχία μήπως πάψει αυτή  να τον αγαπά καθώς οι γοργόνες δεν γερνούν, μια μέρα τη ρώτησε τι θα απογίνει αν αυτό συμβεί; Και του απάντησε πώς πάντα θα τον αγαπά, ακόμα και όταν αυτός πεθάνει, και πώς η αγάπη της γι αυτόν θα παύσει μόνον όταν η μικρή θαλασσινή λίμνη των Ροδαφινιών, θα παύσει να υπάρχει.

Και πέθανε κάποτε το παλληκάρι, αλλά το πνεύμα του έμεινε ζωντανό να πλανιέται πάνω από το χωριό να προστατεύει τους ανθρώπους, και να κάνει παρέα με την αγαπημένη του.

Αυτό κράτησε για εκατοντάδες χρόνια, μέχρι πρόσφατα που οι άνθρωποι χάλασαν τη λίμνη και έριξαν μέσα αποχετεύσεις και απόνερα από ξενοδοχειακές μονάδες, οπότε πάει η υπόσχεση της μικρής γοργόνας, πάει και το παλληκάρι. Έσβησε το πνεύμα του και άφησε το χωριό απροστάτευτο.

Από τότες στο μικρό χωριό όλα άλλαξαν. Οι άνθρωποι έγιναν άπληστοι και με μόνη έγνοια τον πλουτισμό και την «πρόοδο», τσιμέντωσαν όλη τη γη και έστησαν πολυόροφα κτίρια.

Και τώρα αντί πράσινα χωράφια από καλλιέργειες και παρθένες καυκάλλες βλαστημένες με άγρια χλωρίδα και πανίδα, υπάρχει παντού μπετόν και όμορφα πεζοδρόμια με ομορφότερες πλατείες κατασκευασμένες με τουβλάκια για να μην λερώνουν τα παπούτσια τους οι επισκέπτες.

Όπως συνήθως, οι άνθρωποι δεν φρόντισαν να αξιοποιήσουν τον τόπο τους με τρόπο η ανάπτυξη να συνάδει με τη φύση, παρά μόνο σκεπτόμενοι περισσότερο τον υλικό πλουτισμό, κάπου ξέχασαν τον φυσικό.

 ----------------------

Ο ΚΑΛΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

Η Διήγησις Απολλωνίου της Τύρου είναι μια δημώδης και περιπετειώδης έμμετρη Μυθιστορία του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.

Ο αντριωμένος πρίγκιπας Απολλώνιος εξέχων πολίτης της Τύρου τίμιος και ηθικός άνθρωπος, ζούσε χρηστά κατά το πρέπον ως όριζαν οι παρακαταθήκες της Αγίας εκκλησίας.

Καθώς ως πρίγκιπας ζούσε κοντά στο παλάτι παρακολουθούσε τις ακολασίες του βασιλέως και εξανίστατο, αλλά κυρίως δεν άντεχε την μέγιστη αμαρτία της αισχρής αιμομιξίας που διέπραττε. Για να τον αναγκάσει να συνετιστεί, αποκάλυψε στο λαό τις ακολασίες του.

Ο αμαρτωλός βασιλιάς θύμωσε και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Διέταξε τους φύλακες να τον συλλάβουν και να τον φυλακώσουν. Πριν φτάσουν όμως οι στρατιώτες στο σπίτι του, ο Απολλώνιος πληροφορήθηκε τις προθέσεις του βασιλιά, και έτσι διωκόμενος μπήκε σε ένα πλοίο να δραπετεύσει.

Στη θάλασσα της Λιβύης δυστυχώς ξέσπασε μεγάλη φουρτούνα και βούλιαξε το πλοίο. Τυχερός ο Απολλώνιος γλύτωσε και βγαίνοντας στη στεριά, με ρούχα ζητιάνου παρουσιάστηκε στο βασιλιά Αρχίστρατο της Τρίπολης ο οποίος τον δέχτηκε στη δούλεψη του ως μουσικό διδάσκαλο.

Με την ευγένεια και τη μόρφωση που τον διακατείχε, κατάφερε να αποκτήσει την εύνοια του βασιλέως ο οποίος του ανέθεσε τη μουσική διδασκαλία της κόρης του Αρχιστρατούσας. Η όμορφη κόρη ερωτεύτηκε τον δάσκαλο της, και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας έρωτας παράφορος. Και ο καλός βασιλιάς καθώς είχε πολύ συμπαθήσει τον Απολλώνιο, και καθώς αγαπούσε πολύ την κόρη του, δεν της χάλασε χατίρι και αποφάσισε και τους πάντρεψε.

Ως άνθρωπος με τιμή και μόρφωση, αλλά ένεκα και της καλής του συμπεριφοράς προς όλους τους ανθρώπους, ο Απολλώνιος έγινε πολύ συμπαθής και αγαπητός στο λαό ο οποίος ζήτησε από τον βασιλέα να τον διορίσει να αναλάβει την βασιλεία της πόλεως της Αντιόχειας.

Έτσι έγινε, και όταν ήρθε ο καιρός επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο να πάνε στη μεγάλη πόλη.

Στο ταξίδι όμως μεσοπέλαγα ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή και από την ταλαιπωρία την Αρχιστρατούσα έπιασαν οι κοιλόπονοι με αποτέλεσμα να γεννήσει πρόωρα και η ίδια έπεσε σε νεκροφάνεια.

Απαρηγόρητος ο Απολλώνιος νομίζοντας την πεθαμένη, τοποθέτησε το σώμα της σε φέρετρο και το άφησε στη θάλασσα, ενώ την κόρη του που τη βάφτισε στον αέρα Ταρσία, την εμπιστεύτηκε σε ένα ζευγάρι από την Ταρσό της Κιλικίας. Ο ίδιος γεμάτος θλίψη ρίχτηκε σε πολύχρονα ταξίδια μήπως βρει παρηγοριά και μπορέσει να απαλύνει τον πόνο του για το χαμό της αγαπημένης του.

Το φέρετρο της Αρχιστρατούσας από τα ρεύματα ξεβράστηκε στις ακτές της Εφέσου όπου με τη βοήθεια καλογριών συνήρθε από τη νεκροφάνεια και ζωντάνεψε. Και αυτή απαρηγόρητη, εγκλείστηκε σε μοναστήρι όπου παρελθόντων των χρόνων έγινε ηγουμένη.

Η Ταρσία μεγάλωσε με πολλά βάσανα και ταλαιπωρίες, και τέλος πουλήθηκε ως σκλάβα σε πειρατές από τη Μυτιλήνη. Συμπωματικά σε ένα ταξίδι των πειρατών στην Τρίπολη την έστειλαν στο παλάτι να παρηγορήσει τον πικραμένο Αρχίστρατο με τη μουσική της που ως κόρη του Απολλώνιου είχε στις φλέβες την τέχνη των Μουσών.

Και ο Αρχίστρατος βλέποντας την αμέσως κατάλαβε ποια ήταν. Χαρές, γιορτές και πανηγύρια ακολούθησαν την συνεύρεση τους, και η Στασία έμεινε στο παλάτι να ζήσει με τον παππού της ο οποίος όταν ήρθε ο καιρός την πάντρεψε με τον Δαγόρα τον μεγάλο άρχοντα της Μυτιλήνης, και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 

Ο καλός πρίγκιπας Απολλώνιος περιπλανήθηκε σε λιμάνια και χώρες και έζησε πολλές περιπέτειες επικίνδυνες προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πόνο του. Αλλά αυτός δεν λιγόστευε και του κατέτρωγε τα σωθικά. Ήταν πάντα θλιμμένος και μαραζωμένος.

Με όσα δύσκολα έζησε, με όσα είδε και γνώρισε, θα έπρεπε η καρδιά του να σκληρύνει και να γίνει πέτρα. Παρ όλα αυτά έμεινε αγνός και πιστός στο μεγαλοδύναμο Θεό και καλός βοηθός των ανθρώπων.

Και ήρθε καιρός που ο Θεός τον αντάμειψε. Του έστειλε προφητικό όνειρο που τον οδήγησε στο μοναστήρι της Αρχιστρατούσας.

Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που ξανάσμιξαν, μαζί πήραν το δρόμο της επιστροφής όπου ο λαός της Αντιόχειας έστησε μεγάλη γιορτή προς τιμήν τους, και ακολούθως τους αναγόρευσαν βασιλείς.

Ο ΠΤΩΧΟΛΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Την ιστορία του Πτωχολέοντα κατέγραψε τον 14ο  αιώνα σε έμμετρο λόγο ο Κύπριος χρονικογράφος των Μεσαιωνικών χρόνων Λεόντιος Μαχαιράς.

Ο Πτωχολέων ήταν άρχοντας κτηματίας, που όμως δεν άντεξε τις καταστροφικές επιδρομές των Σαρακηνών και καταστράφηκε οικονομικά. Μαραζωμένος από την καταστροφή και μη υποφέροντας τα παιδιά του να είναι πτωχά, τα διέταξε να τον πωλήσουν σκλάβο στο βασιλιά ώστε με τα χρήματα να έχει η φαμελιά πόρους για να ζήσει.

Έτσι και εγίνει. Εκείνες τις ημέρες έφτασε στον τόπο ένας πραματευτής έχοντας στην κατοχή του ένα όμορφο πετράδι που το είχε για πούλημα. Πήγε στο βασιλιά και του είπε πως είχε ένα ωραίο μαργαριτάρι που ταίριαζε με το στέμμα. Ο βασιλέας έφερε 

επαγγελματίες τεχνίτες πολύτιμων λίθων για να εκτιμήσουν την αξία του. Αφού το εκτίμησαν πως είχε μεγάλη αξία, ο βασιλιάς έδωσε στον έμπορο πολλά χρυσά και αργυρά νομίσματα και το αγόρασε. Τα χρήματα όμως ήταν πολλά, και τη νύχτα που έπεσε να κοιμηθεί θυμήθηκε τον καινούργιο του σκλάβο τον Πτωχολέοντα που είχε φήμη πως ήταν σοφός, και σκέφτηκε να πάρει τη γνώμη του.

Το πρωί έπεψε και του φέρανε τον πτωχό σκλάβο. Τον κάθισαν δίπλα στο τζάκι πάνω στη στάχτη, και τον ρώτησαν πόσο αξίζει το πετράδι. Οι προύχοντες του βασιλιά περιγελώντας τον του έδειξαν τον πολύτιμο λίθο. Και είδε ο γέρων τούτο το καλό πράγμα κατά τους προύχοντες, και τους είπε,

- Τρία κουφά καρύδια αξίζει.

Τον άκουσε ο βασιλιάς και αι εγίνην του θανάτου. Πως ξεγελάστηκε και πλήρωσε χιλιάδες χρυσάφια και ασήμια; Αυτός ένας βασιλιάς με τόσους σοφούς συμβουλάτορες γελάστηκε από έναν γυρολόγο πραματευτή;

Τον είδε ο Πτωχολέων που εφουρκίστει, και ήρεμα του είπε,:

-Τι θυμώνεις, γιατί στεναχωριέσαι Τόσα βασιλέα μου αξίζει και σου λέω την αλήθειαν. Γροίκα, αφέντη βασιλέα, το λιθάριν που χουμίζουν, έχει σκώληκαν αππέσω και όταν έλθει το θέρος και βράσουν οι μέρες, το σκουλούκιν θα αρχίσει να κατατρυπά τον λίθον. Και όσα λέγω αν δεν πιστεύεις, όρισε τον κοσμηματοποιό σου, όρισε τον χρυσοχόν σου, και ας σκίσουν το λιθάριν, και να δεις αν είμαι ψεύτης.

Τότε όρισεν ο βασιλέας και ήλθεν ο κοσμηματοπώλης ο μέγας, ο οποίος έσκισε το λιθάριν, και ηύρεν σκώληκαν αππέσω, πού έτρωγεν τον λίθον.

Και βασιλέας εξέστηκε και υπερθαυμάστηκεν πώς ο γέρων εκατάλαβε ότι το λιθάρι είχεν σκώληκαν αππέσω.

Και όταν πήραν τον γέροντα πάλιν στη φυλακή την μαύρην, ο βασιλέας όρισε στον κελάρη να του δίνει διπλό φαγητό και νερό.

Υ.Γ. Η εξυπνάδα και οι γνώσεις του Πτωχολέοντα τον ανέδειξαν στα μάτια του βασιλιά και έτσι όποτε ήθελε συμβουλές τον καλούσε και άκουε τη γνώμη του. Στο τέλος αφού αποδείχτηκε σοφός και αναντικατάστατος, τον ελευθέρωσε, του πρόσφερε κτήματα και περιουσίες ως αποζήμίωση για τη σκλαβιά του, και τον ώρισε αρχισυμβουλάτορα του.

ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ

Ο αυλικός σύμβουλος βασιλικός γραμματέας επι φραγκοκρατίας Λεόντιος Μαχαιράς, στο χρονικό του «Περί της γλυκείας χώρας Κύπρου», αναφέρει,

Ο μέγας Κωνσταντίνος, μετά που βαπτίσθηκε Χριστιανός, είδε ότι η Κύπρος, έμεινε πτωχή διότι εγίνηκεν μεγάλη πείνα από ξηρασία και όλη η σπορά χάθηκε και η πείνα γίνηκε μεγάλη και όλα τα νερά των βρύσων εξεράναν και επήγαιναν οι άνθρωποι από τόπο σε τόπο με τα κτηνά τους να βρούν νερό να ζήσουν. Και όλα στέγνωσαν και λάκκοι και βρύσες, και αφήκαν την πανθαύμαστην Κύπρο και περάσαν εδώ και εκεί για  να βρουν ανάπαυσιν. Και το νησί έμεινε χωρίς κατοίκους για αρκετό καιρό.

Και όταν  ο μέγας Κωνσταντίνος από την ειδωλολατρία στράφηκε στη πίστη του Χριστού, έδωκεν ορισμό στην μητέρα του αγία δέσποινα Ελένη να πάει στα Ιεροσόλυμα να γυρέψει τον τίμιο σταυρό.

Και η Αγία Ελένη μονομιάς εσάλπαρε και επήγε στην Ιερουσαλήμ, και με μέγαν κόπο και πολλά έξοδα και φοβερίσματα βρήκε τον τίμιο σταυρό και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών και τα καρφιά και τον στέφανον τον ακάνθινο και λίγες σταξιές από το αίμα του Κυρίου που έσταξαν σε έναν πανί.

Βλέποντας τα εποθαυμάστηκεν και διέταξε και έκτισαν από γης πολλές εκκλησίες εις την Ιερουσαλήμ επί ονόματος του θεού του ζώντος και του ζωοποιού σταυρού και ετελείωσεν τες, και άλλες άφησεν χρυσόν και ετελειώσαν τες.

Και όταν μετά από θαλασσοταραχή έφτασαν και άραξαν στην Κύπρο, κατέβασε από το πλοίο το σεντούκι με τους τίμιους σταυρούς. Όταν κατάκοπη έπεσε να κοιμηθεί, είδε σε όραμα ότι ένα νεαρό παλικάρι της είπε,

-Κυρία μου Ελένη, σαν επήγες στην Ιερουσαλήμ και έκτισες πολλούς ναούς, το σωστό είναι και σε αυτή τη χώρα να κτίσεις ναό εις το όνομα του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και να βάλεις μέσα από τα τίμια ξύλα, πού βαστάς.

Η ταπεινή αυτοκράτειρα ανταποκρινόμενη προς το θεϊκό όραμα, έκτισε ναό στο Σταυροβούνι και δώρισε ένα από τα καρφιά της Σταυρώσεως και τον ένα από τους δύο σταυρούς των ληστών, αφού προηγουμένως είχε τοποθετήσει στο κέντρο του ένα τεμάχιο από το Τίμιο Ξύλο.

Ο ΡΗΓΑΣ ΑΛΕΞΗΣ

Ο μεσαιωνικός χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς που κατέγραψε τα ιστορικά γεγονότα της επανάστασης των Κυπρίων εναντίον των Φράγκων, τα αντιμετώπισε με ιδιαίτερη εχθρότητα, αποκαλώντας λύκους, καταραμένους και κλέφτες τους εξεγερμένους δουλοπάροικους που καθώς αν και Κύπριος βρισκόταν σε πλήρη συνεργασία με το Φράγκικο βασίλειο.

Το 1192 οι Φράγκοι Λουζινιανοί αγόρασαν την Κύπρο από τον Ριχάρδο και επέβαλαν καθολικά το φεουδαρχικό σύστημα σε όλο το νησί. Σκληροί οι κατακτητές κάθισαν στο σβέρκο του λαού ο οποίος ένιωσε την καταπίεση τους στο μέγιστο βαθμό. Αυτοί ζούσαν στην πολυτέλεια και στη χλιδή, ενώ ο Ελληνικός Χριστιανικός πληθυσμός καλλιεργούσε τα κτήματα των φεουδαρχών και ζούσε σε δυσχέρεια και ανείπωτη φτώχεια πληρώνοντας βαριούς φόρους και οι τιμωρίες για τους ανυπάκουους ήταν απάνθρωπες. Ακόμα πωλούνταν ως σκλάβοι, ή και ανταλλάζονταν με άλογα και γαϊδούρια. Δεν έφταναν όλα αυτά, οι Φράγκοι επιχείρησαν τον βίαιο εκλατινισμό του νησιού.

Με τόση καταπίεση ο λαός δοκίμασε πολλές φορές να ξεσηκωθεί, αλλά πάντα οι εξεγέρσεις πνίγονταν στο αίμα.

Η πιο μεγάλη και επιτυχημένη επανάσταση έγινε επί βασιλείας Ιανού, με ηγέτη των εξεγερμένων τον Ρε Αλέξη.

Ο Ρήγας Αλέξης καταγόταν από τη Μια μηλιά της Αμμοχώστου και  γεννήθηκε πτωχός και δουλοπάροικος. Με την εξυπνάδα, την εργατικότητα και την υπακοή του κατάφερε να ανελιχθεί σε ιπποκόμο και αγγελιοφόρο του βασιλιά. Με την ευνοϊκή θέση που κατείχε και τη κοινωνική υπόσταση που πέτυχε, θεωρείτο ένας ευκατάστατος προεστός. Παρ όλα αυτά όταν ήρθε ο καιρός τα απαρνήθηκε όλα και πρωτοστάτησε για την ελευθερία του λαού του.  

Έτσι όταν το 1426 εισέβαλαν στο νησί Σαρακηνοί Μαμελούκοι από την Αίγυπτο και κατατρόπωσαν το στρατό του βασιλιά Ιανού στη μάχη της Χοιροκοιτίας αιχμαλωτίζοντας τον ίδιο και λεηλατώντας το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου, βρήκαν την ευκαιρία οι Κύπριοι να επαναστατήσουν.

Καθώς φεύγοντας οι Σαρακηνοί άφησαν χάος αι αποδιοργάνωση, ο Ρε Αλέξης εκμεταλλευόμενος την ακυβερνησία και την απουσία του βασιλιά, κάλεσε τον λαό να ξεσηκωθεί.

Ο Ρε Αλέξης σαν υπάλληλος του Βασιλέως είχε το προνόμιο της ελεύθερης διακίνησης σε αντίθεση με τους υπόλοιπους δουλοπάροικους, έτσι μετακινούμενος σε όλη την Κύπρο, μπόρεσε να δει και να νιώσει τη στυγνή εκμετάλλευση που υφίσταντο οι Κύπριοι. Έτσι συνειδητά, εγκατέλειψε τα προνόμιά του και ανέβηκε στο βουνό, για να οργανώσει τα αντάρτικα που ήδη υπήρχαν και δρούσαν εκεί.

Έτσι μετά την αποχώρηση των Σαρακηνών, το κίνημα του Ρε Αλέξη εκδηλώθηκε αμέσως εκμεταλλευόμενο την αποδιοργάνωση που επικρατούσε.

Υπό τις οδηγίες του δημιουργήθηκε ένα κίνημα οργανωμένο και με πλατιά απήχηση μέσα στο λαό. Οι επαναστάτες ανακήρυξαν τον Ρε Αλέξη σε Ρήγα Αλέξη και μαζί έφτιαξαν δικό τους στρατό που συγκρούστηκε με τους Φράγκους. Συγκρούστηκαν και κέρδισαν και διαμοίρασαν τη γη στους πτωχούς, ενώ οι αποθήκες των ευγενών λεηλατήθηκαν και τα προϊόντα όπως κρασιά, ζάχαρη, σιτηρά,  και αυτά διαμοιράστηκαν στον ξεσηκωμένο λαό.

Η είδηση για την επανάσταση στην Κύπρο θορύβησε τις βασιλικές αυλές της Δύσης, και για να δώσουν ένα παράδειγμα τιμωρίας βοήθησαν τους Φράγκους στέλνοντας στρατεύματα για να καταπνίξουν την εξέγερση.

Πέτυχαν την απελευθέρωση του Ιανού και έστειλαν χιλιάδες ιππότες στο νησί. Φονικές μάχες και σφαγές άρχισαν. Χιλιάδες οι νεκροί Κύπριοι, άλλοι ακρωτηριάζονταν κι άλλοι ρίχνονταν από τα τείχη της Λευκωσίας. Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Η τύχη που περίμενε τον Ρε Αλέξη ήταν φρικτή. Τον συνέλαβαν Ιωαννίτες ιππότες στου Μόρφου και τον μετέφεραν στη Λευκωσία, Οι Φράγκοι τον βασάνισαν απάνθρωπα και σχεδόν μισοπεθαμένο τον διαπόμπευσαν στους δρόμους και το λατινόφωνο πλήθος τον έφτυνε και τον χτυπούσε. Και ύστερα οι ευγενείς τον κρέμασαν σε μια συκαμινιά.

Με αυτό τον τρόπο τέλειωσε η εξέγερση που κράτησε ελεύθερη τη νήσο για δέκα μήνες.

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΥΣΟΥΦ

Με βομβαρδισμούς σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά κυρίως στη περιοχή της Κερύνειας στο σημείο "Πέντε Μίλι" κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος, έγινε επίθεση και απόβαση του Τούρκικου στρατού και παρά την ηρωική αντίσταση ολίγων εθνοφρουρών, οι ορδές του Αττίλα κατάφεραν να αποβιβάσουν αρκετά στρατεύματα στην παραλία. 

Ήταν ο πόλεμος άγριος, ο Τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις.

Εγώ με τέσσερις συντρόφους μου σκεφτήκαμε και μπήκαμε σε μια βάρκα να πάμε στο επόμενο πολυβολείο για να βάλουμε από κοντινότερη απόσταση ενάντια στον εχθρό που αποβιβαζόταν. Με την μηχανή στο φουλ για να φτάσουμε πριν μας εντοπίσει κάποιο αεροπλάνο, κοντέψαμε στο πολυβολείο και είδαμε στρατιώτες ντυμένους όπως εμείς να σηκώνουν τα χέρια και να μας χαιρετούν και να μας γνέφουν. Σίγουροι  ότι ήταν δικοί μας, συνεχίσαμε να πλέουμε προς το μέρος τους.

Ήταν όμως δυστυχώς Τούρκοι που είχαν καταλάβει το πολυβολείο και  μας ξεγέλασαν. Μόλις κοντέψαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. ΅Εγώ ήμουν στο τιμόνι, και αμέσως ενστικτωδώς έκλωσα τη βάρκα και την έριξα στην ακτή λίγο παραπέρα πάνω σε μεγάλα βράχια. Έσπασε και βούλιαξε, και όλοι οι σύντροφοι μου σκοτώθηκαν. Τους κομμάτιασαν οι εχθρικές σφαίρες τα κεφάλια. Ήταν ένα θέαμα φρικτό, θα το θυμάμαι όσο ζω. Με πυρά να μας βάζουν ανηλεώς και καταπονημένος από τη σύγκρουση, πετάχτηκα από τη βάρκα που βούλιαζε και έτρεξα μακριά να σωθώ από τους Τούρκους που αλάλαζαν θριαμβευτικά.

Χωρίς όπλο καθώς όλα είχαν βουλιάξει με τη σύγκρουση, έτρεχα να φύγω, ενώ ένιωθα το σφύριγμα από τις σφαίρες γύρω μου. Θυμάμαι έτρεχα για ώρα, είχα χάσει τον προσανατολισμό μου, ώσπου έφτασα σε ένα μέρος με ψηλές κολώνες και τοίχους, ίσως σκέφτηκα εκεί να έβρισκα κρυψώνα.

Σταμάτησα να ανασάνω και κατόπτευσα την περιοχή για να διαπιστώσω ότι δυστυχώς σε όλες τις μεριές υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες. Κατάλαβα ότι δεν είχα ελπίδα, θυμήθηκα τον Άγιο Γεώργιο και άρχισα να τον παρακαλώ.

Κρυβόμουν κουρνιασμένος πίσω από μια μεγάλη κολώνα κάμποση ώρα. Δεν είχα διέξοδο, ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα εντοπιζόμουν. Φοβισμένος και αλαφιασμένος, ήμουν σίγουρος για την τύχη που μου έμελλε.

Και καθώς οι κακές σκέψεις με έθλιβαν, για ύστατη παρηγοριά προσευχόμουν στον Άγιο Γεώργιο τον προστάτη μου, και έλπιζα σε ένα θαύμα από αυτόν.

Πέρασε κι΄ άλλη ώρα, ξαφνικά άκουσα πίσω μου ένα ανεπαίσθητο θόρυβο, γύρισα και είδα έναν Τούρκο αξιωματικό να με σημαδεύει με ένα πιστόλι.

-Ψηλά τα σιέρκα, μου είπε στα Κυπριακά.

Με είδε που συντρομάχτηκα και συνέχισε,

-Μην φοβάσαι, έν θα σε σκοτώσω. Προχώρα εμπρός και μην κατεβάζεις τα χέρια. Και μου έδειξε μια κατεύθυνση να προχωρήσω.

Περπατήσαμε πολλή απόσταση, περάσαμε ανάμεσα από άλλους Τούρκους στρατιώτες και ακόμα πηγαίναμε. Άρχισα να σκέφτομαι ότι κάτι δεν πάει καλά, που με έπαιρνε, γιατί δεν με παρέδιδε, γιατί σιωπούσε;

Φοβισμένος καθώς είχα ακούσει πολλά για την αγριότητα των Τούρκων, μου πέρασε από το νου μήπως με έπαιρνε σε κάποιο φαράγγι να με εκτελέσει. Δεν μιλούσε, μόνο με σημάδευε και όλο μου έγνεφε να προχωρώ.

Περπατήσαμε πολλή απόσταση, και όταν φτάσαμε σε μια έρημη περιοχή που δεν είχε Τούρκους στρατιώτες, μου ξαναλέει,

-Ως εδώ φτάνει, μπορείς να φύγεις, είσαι ελεύθερος.

Μου εξήγησε πώς να φύγω για τις ελεύθερες περιοχές ώστε να μήν ξανασυλληφθώ, και γύρισε φεύγοντας και μένοντας εγώ σαστισμένος για την καλή μου τύχη και για την καλή καρδιά του Τούρκου αξιωματικού.

Τα λόγια δέθηκαν κόμπος από τη χαρά μου και από τη σύγχυση δεν βρήκα μιλιά να τον ευχαριστήσω.

Το είναι μου πλημμύρησε αγαλλίαση και το μόνο που αισθανόμουν ήταν η μεγάλη ανακούφιση που ένιωσα, ίδια με αυτήν ενός που πνίγεται στη θάλασσα και δεν αναπνέει, που είναι σίγουρος για το τέλος της ζωής του, και ύστερα ξαφνικά επιπλέει του νερού και τα πνευμόνια του γεμίζουν αέρα και οξυγόνο. 

Από τότε πέρασαν δεκαετίες και το περιστατικό που μου σημάδεψε για πάντα τις σκέψεις, ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου…

Ώσπου ξαφνικά μια μέρα του Αγίου Γεωργίου στις 25 Απριλίου, ξύπνησα στις πέντε το πρωί από ένα δυνατό σοκ που ένιωσα. Ήρθε στη σκέψη μου ολοκάθαρη η μορφή ενός παιδικού μου φίλου, ενός Τούρκου νεαρού που μαζί σαν ήμασταν μικρά παιδιά δέκα χρονών, βόσκαμε μαζί τα πρόβατα στα χωριά της Λέμπας και της Χλώρακας. Ήταν μια αποκάλυψη από τον Άη Γιώργη, ο Τούρκος αξιωματικός -ήμουν σίγουρος-, που μου χάρισε τη ζωή και με γλύτωσε από τους άλλους Τούρκους, ήταν ο φίλος μου ο παιδικός, ο Γιουσούφ. Που μαζί στα βοσκοτόπια, τα μεσημέρια καθόμασταν στον ίσκιο του παρεκκλησιού του Αγίου Γεωργίου και ανοίγοντας τη βούρκα έβγαζε χαλλούμι και ψωμί και τρώγαμε παρέα.

Σοκαρισμένος από το όνειρο μου, ντύθηκα και κίνησα πριν ακόμη πάει ο ιερέας στο μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για να ευχαριστήσω τον Άγιο, εκεί που με τον φίλο μου παιδάκια τότες καθόμασταν στον ίσκιο του για να ξεκουραστούμε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου